Αν ήξερα πού πάμε θα έστριβα εγκαίρως, να γλυτώσω από όλον τον πόνο που με κέρασες. Εσύ μου έδειξες όλα τα σημάδια κι εγώ, η ηλίθια, με το φίλτρο της ερωτευμένης μπροστά στα μάτια μου, δεν τα έβλεπα. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως και να τα είδα, αλλά να μην ήθελα να τα πιστέψω.
Κάπου μέσα μου έλεγα ότι, δεν μπορεί, η ιδέα μου θα είναι, αλλά και να μην ήταν η ιδέα μου, θα άλλαζες. Θα σε έκοβα και θα σε έραβα στα μέτρα μου, όπως ακριβώς σε ήθελα. Πόσο λάθος, οι άνθρωποι –αν δεν το θελήσουν από μόνοι τους– δεν αλλάζουν. Και προσπάθησα, όμως, δεν τα κατάφερα. Έπαιξα κι έχασα.
Δεν ξέρω αν το να μείνω τόσο πολύ ήταν η καλύτερη επιλογή, μάλλον δεν ήταν, αλλά εγώ έκατσα όσο άντεξα, έτσι για το γαμώτο, να ξέρω ότι το τράβηξα μέχρι το τέρμα, ότι τέλος πάντων εξάντλησα κάθε πιθανότητα. Μέχρι που έχασα την αξιοπρέπειά μου και το ελάχιστο μυαλό που προφανώς είχα. Γιατί αν ήμουν στα καλά μου, θα είχα εξαφανιστεί προ πολλού απ’ τη ζωή σου. Δέθηκα, όμως και σε ερωτεύτηκα κι όταν ερωτεύεσαι δεν αντιλαμβάνεσαι τι πραγματικά συμβαίνει.
Ο έρωτας είναι μια ύπουλη ασθένεια, που δεν ξέρεις πού και πότε θα σε χτυπήσει κι όταν αρρωστήσεις από έρωτα είσαι χαμένη υπόθεση. Έτσι κι εγώ, έχασα τον δρόμο και παραλίγο να πέσω σε γκρεμό. Μα φτάνει πια με την κλάψα, τη βαρέθηκα κι εγώ κι εσύ, ώρα για ανασυγκρότηση.
Δεν έχω άλλο χρόνο να σπαταλάω σε ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται, δε μ’ αγαπάνε -και μαζί σου όχι μόνο έχασα πολύ, αλλά θα χάσω κι άλλο, μέχρι να σε ξεπεράσω. Καλά να πάθω, που μου ήθελα κι έρωτες μαζί σου απ’ τη στιγμή που μέσα μου ήξερα πως με μαθηματική ακρίβεια με οδηγείς στον γκρεμό. Και τώρα που είμαι ένα βήμα πριν την πτώση, πού να πάω; Το ύψος του γκρεμού με ζαλίζει και το μόνο πιθανό σενάριο είναι να πέσω στο κενό ή να πέσουμε μαζί μέσα σε αυτό.
Ίσως να πίστεψα ό,τι ήθελα να πιστέψω, αλλά, σου το ορκίζομαι, αν ήξερα εξ αρχής την κατάληξή μας δε θα ήμουν τώρα εδώ. Δε θα σου έλεγα καν «γεια» την πρώτη φορά που σε είδα. Μαγεύτηκα, μου πήρες το τιμόνι κι έχασα τον έλεγχο. Έγινα σαν αυτούς που κορόιδευα, που φέρονται παρανοϊκά όταν ερωτεύονται. Τελικά, δίκιο έχουν όσοι λένε πως ό,τι κοροϊδεύουμε γινόμαστε.
Τώρα ξέρω, δε θα γίνεις δικός μου. Κέρδισες ό,τι ήθελες, είχες τον τρόπο σου να κινείς τα νήματα. Κάποιες φορές ένιωθα μαριονέτα σου, άψυχη κούκλα χωρίς αισθήματα, μα δεν είναι έτσι οι άνθρωποι, κατάλαβέ το. Βρήκα επιτέλους τον τρόπο κι έκοψα τα σχοινιά. Τώρα κοίτα με που φεύγω, δε θα γυρίσω ούτε για να σου πω αντίο, δεν το αξίζεις, άλλωστε.
Όταν θα φύγω, ξέρω, θα σου λείψω, το μόνο σίγουρο αυτό. Αλλά όταν το συνειδητοποιήσεις θα είναι πια αργά, θα έχω ήδη στρίψει αλλού και δε θα μπορείς να με βρεις.
Αγάπησα και πόνεσα, μα δεν είναι η αγάπη που πονάει, αλλά η προδοσία από αυτόν που αγαπάς∙ η πραγματική αγάπη δίνει μόνο χαρά. Κι εσύ δεν είχες τέτοια για εμένα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη