Γνωστοί-άγνωστοι. Άτομα που ίσως κάποτε υπήρξαν πολύ δικά μας ή έστω λίγο, αλλά τώρα πια δε λέμε ούτε γεια. Όσοι παριστάναμε ότι δεν είδαμε κάποιον στο δρόμο απλώς για να μην τον χαιρετίσουμε, να σηκώσουμε το χεράκι. Ναι, το κάνεις εσύ, κι εγώ κι όλοι μας, ας είμαστε ειλικρινείς.
Γιατί να μη θέλουμε να χαιρετίσουμε ένα γνωστό; Οι λόγοι πολλοί. Μπορεί να ντρεπόμαστε γιατί έχουμε χρόνια να τον δούμε, χάθηκε η οικειότητα κι ίσως να ακυρώσαμε πολλές φορές έξοδο μαζί του στο παρελθόν και τώρα νιώθουμε τύψεις. Ένας ακόμη λόγος είναι να μας φέρθηκε –ή να του φερθήκαμε– σκάρτα. Μπορεί πολύ απλά να είναι φλύαρος κι ελαφρώς κουτσομπόλης κι εμείς να μην έχουμε όρεξη για πολλές κουβέντες ή να βιαζόμαστε.
Αυτοί είναι λίγοι απ’ τους λόγους που μπορεί να μη θέλουμε να χαιρετήσουμε ένα γνωστό στο δρόμο. Η πιο ενδιαφέρουσα, όμως, περίπτωση είναι όταν αποφεύγουμε κάποιον που στο παρελθόν μας υπήρξε σημαντικός μέχρι που κάτι έγινε και κόψαμε κάθε είδους επαφή. Δε θα σταθούμε στο ερωτικό κομμάτι, γιατί είναι λογικό όταν πετύχεις έναν πρώην, που μάλιστα δεν έληξε κι ήρεμα η ιστορία σας, να μη θέλεις να τον δεις, πόσο μάλλον και να τον χαιρετίσεις. Τι γίνεται, όμως, όταν δεις στο δρόμο έναν παλιό σου φίλο, που για κάποιο λόγο απομακρυνθήκατε;
Κλασική κι αγαπημένη κίνηση, που και προσωπικά επιλέγω, όταν συναντάμε κάποιον που θα προτιμούσαμε να μην είχαμε δει είναι να βρούμε καταφύγιο στο κινητό μας, παριστάνοντας τους τρομερά αφοσιωμένους κι απασχολημένους. Συνήθως δεν κάνουμε τίποτα, απλά χαζεύουμε την οθόνη παρακαλώντας να εξαφανιστεί ή να ανοίξει η γη να μας καταπιεί.
Αν κάνει κι εκείνος το ίδιο, τον συμπαθούμε λίγο περισσότερο από πριν και συνεχίζουμε τη βόλτα μας ανακουφισμένοι. Αν, απ’ την άλλη, μας δει και θέλει να φανεί –ή είναι πράγματι– υπεράνω και μας χαιρετήσει, απαντάμε με ένα σφιγμένο χαμόγελο –ο Θεός να το κάνει– τίγκα στην ειρωνεία, γιατί δεν κρύβεται η «συμπάθεια». Κακία μας και φτου μας, αλλά πόσο να καταπιεστούμε;
Άλλες φορές κάνουμε ότι κοιτάμε μια βιτρίνα, ένα δέντρο, τον ουρανό να δούμε αν θα βρέξει -Ιούλη μήνα, ξέρω ‘γω. Κάτι. Ή κάνουμε ότι μιλάμε στο τηλέφωνο ή στην παρέα μας, αν είναι εκεί να μας σώσει. Αν θέλει να αποφύγει κάτι ο άνθρωπος βρίσκει τρόπους, να λύσουμε τα προβλήματά μας πάλι ούτε καν.
Κρίμα, όμως, απ’ τη στιγμή που ζήσαμε κάποιες όμορφες στιγμές με έναν άνθρωπο να φτάσουμε στο σημείο να μη λέμε ούτε ένα τυπικό «γεια». Αυτοί που κάποτε ήταν ένα κομμάτι της ζωής μας τώρα έφτασαν να είναι άγνωστοι κι ανεπιθύμητοι. Πληγωθήκαμε κι απογοητευτήκαμε πολύ, προφανώς, για να φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο.
Δεν το ελέγχουμε, αλλά ξυπνάνε αυτόματα αναμνήσεις. Κάποιες καλές, άλλες δυσάρεστες, έρχονται να μας θυμίσουν ένα μέρος της ζωής μας που ίσως και να θέλαμε να ξεχάσουμε ή να αλλάξουμε, γεμίζοντάς μας με «αν». Αν δεν κάναμε τα λάθη που κάναμε ή αν δεν επιτρέπαμε να κάνει ο άλλος κακό σε εμάς, ίσως τώρα να περπατούσαμε δίπλα-δίπλα και να μη χρειαζόταν να αποφύγουμε μια χαιρετούρα.
Όπως και να ‘χει, όμως, η ζωή συνεχίζεται με κάποιους στο παρόν μας και κάποιους στο παρελθόν μας, εκεί που ανήκουν. Είναι καλύτερη, εξάλλου, η αδιαφορία απ’ το να προσποιούμαστε πως όλα είναι καλά. Ό,τι αξίζει μένει. Κάτι ξέρει η ζωή και τα έφερε έτσι.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη