Και να ‘μαι πάλι εδώ, με μια κόλλα χαρτί κι ένα μολύβι να σου γράφω. Να γράφω για όλα όσα ήθελα να σου πω, μα δε βρήκα ποτέ την ευκαιρία. Μήπως έτσι τα βγάλω από μέσα μου. Θα είναι σαν να διαγράφονται απ’ το μυαλό μου μόλις αποτυπωθούν στο χαρτί. Σαν να φεύγουν από μέσα μου και μετακομίζουν οριστικά στο χαρτί.
Μπορεί να σε ξέρω ελάχιστα, αλλά κατάφερα να δω τόσα πολλά σε εσένα. Απ’ την πρώτη φορά που σε είδα στο μπαρ είδα κάτι στα μάτια σου, διάβασα την ψυχούλα σου. Σου το είπα ένα βράδυ, θυμάσαι; Με ρώτησες τι είδα, δε σου απάντησα ποτέ. Λοιπόν, τώρα ήρθε η ώρα να σου πω τι είδα σε εσένα εκείνη τη νύχτα.
Είδα κάποιον να πίνει οινόπνευμα για να ξεχάσει ποιος είναι και τι είναι. Είδα πόνο και ταλαιπωρία στο βλέμμα του και μια τεράστια επιθυμία να μη σκέφτεται. Να μη σκέφτεται πώς ήταν η ζωή του και πώς κατέληξε. Ναι, δε θέλεις να σκέφτεσαι άλλο, δε θέλεις να βλέπεις άνθρωπο ούτε να ανοιχθείς σε κανένα θέλεις.
Θέλεις να ζεις μόνος σου, να κάθεσαι στα σκοτεινά, στην άκρη του κόκκινου καναπέ σου, με δύο κεριά αναμμένα και να κοιτάς έξω απ’ το μπαλκόνι μέχρι να σε πάρει ο ύπνος. Βραδιές δίχως νόημα και σκοπό, δίχως αγκαλιά και φίλους γύρω σου.
Και δεν είναι ότι απολαμβάνεις την παρέα του εαυτού σου. Όχι, με αυτόν είστε τσακωμένοι χρόνια τώρα, δε μιλάτε καν ούτε και προσπαθείς να τα βρείτε. Σου είπα να με αφήσεις να σε βοηθήσω, βούλιαζα κι εγώ. Δώσε μου το χέρι σου να ανέβουμε μαζί, τώρα που άρχισα κι εγώ να προχωράω. Μη θυμώνεις, ξέρω ότι σε ενοχλεί που θέλω το καλό σου.
Μα γιατί θέλεις να μένεις στο τίποτα που ζεις; Βολεύτηκες, ναι. Και τώρα τι; Θα συνεχίσεις να ζεις τη μίζερη ζωή σου χωρίς να ξέρεις τι θα γινόταν «αν»; Τι θα γινόταν αν συνέχιζες μαζί μου; Τι θα γινόταν αν προσπαθούσες πραγματικά να βγεις απ’ το σκοτάδι;
Μόνο να μιλούσαμε λιγάκι, να μου πεις και να σου πω. Δε σου κρατάω κακία, όμως. Σε κουράζουν, άλλωστε, οι εξηγήσεις, το ξέρω και δε θέλω να σε κουράζω τώρα κι εγώ. Το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι να σε στρεσάρω και να σε πιέζω, θυμάσαι;
Το μόνο που ελπίζω είναι να μην περάσουν τα χρόνια και μείνεις εκεί. Στα σκοτεινά, με δύο κεριά, ξάπλα στο κόκκινο καναπέ σου μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι κι ένα τασάκι ξεχειλισμένο αποτσίγαρα δίπλα σου, να κοιτάς την απέναντι πολυκατοικία και να ακούς μουσική που σε πονά. Δε θέλεις να νοιάζομαι για εσένα, μα δεν το ελέγχω. Συγγνώμη που ενδιαφέρομαι, αλλά έτσι είμαι.
Την πρώτη νύχτα είδα πόνο στα μάτια σου, λοιπόν, και πίκρα. Τι δεύτερη φορά σε είδα να προσπαθείς λίγο να ξεφύγεις από αυτά. Την τρίτη βεβαιώθηκα ότι βολεύτηκες στο χάος του μυαλού σου. Τις υπόλοιπες είδα μια μικρή φλόγα ζωής που θέλω πολύ να κάνω πυρκαγιά να τα κάψει όλα.
Κι ας κάτσω κι εγώ στο καναπέ σου, όσο χρειαστεί, όπως εκείνη τη νύχτα που αράξαμε αγκαλιά, χωρίς να μιλάμε. Αγκαλιά και για λέξεις, φιλιά και χάδια. Το πάθος είναι ένδειξη ότι έχεις ακόμα λίγο ζωή μέσα σου, να ξέρεις.
Μπορεί για εμάς να ήταν απλά bad timing. Όμως, πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για κάτι; Ποτέ οι συνθήκες δεν είναι αρκετά ιδανικές για να ξεκινήσεις κάτι καινούριο ή να αλλάξεις αυτό που σε χαλά. Δε συναντάς κάθε μέρα τον άνθρωπο που θέλει να καθίσει μαζί σου στο σκοτάδι σου, να κοιτάτε απέναντι μέχρι να βρείτε μαζί τη δύναμη να σηκωθείτε και να ανοίξετε τα φώτα.
Γιατί το σκοτάδι είναι πιο γλυκό και πιο υποφερτό με μια αγκαλιά. Χαμογέλα κι επιτέλους βγάλε αυτή την κουκούλα, που φοράς διαρκώς για άμυνα. Εσύ προσπαθείς να κρυφτείς απ’ τον κόσμο κι εμένα με νοιάζει που κρύβεις τα μάτια σου.
Αν θα σε δω να γελάς με την καρδιά σου δεν το ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι το θέλω πολύ. Κι αν θέλω να είμαι εγώ η αιτία γι’ αυτό το γέλιο σου; Αυτό κι αν το θέλω, αλλά μου φτάνει να σε δω να γελάς κι ας μην είναι εγώ ο λόγος. Να σε δω καλά κι ας μη ξαναμιλήσουμε, αρκεί να ΄σαι καλά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη