Λένε ότι ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται και έχουν δίκιο. Εγώ σήμερα θα ασχοληθώ με ένα από τα δύο που κατά τον κόσμο δεν κρύβονται, τον έρωτα. Γιατί η αμηχανία που νιώθουμε όταν βλέπουμε τον άνθρωπο για τον οποίο έχουμε δαγκώσει την λαμαρίνα δεν κρύβεται. Κάνουμε όλοι σαν μικρά παιδιά που τους τρέχουν τα σάλια όταν μας βάζουνε στο τραπέζι την τούρτα σε κάποιο παιδικό πάρτι.
Είσαι στο δρόμο για την δουλεία, ο άνθρωπος που καψουρεύεσαι δουλεύει στο απέναντι κτίριο από αυτό που δουλεύεις εσύ. Τόσες μέρες που έβαζες τα ωραία σου δεν έτυχε να τον πετύχεις στον δρόμο. Αλλά σήμερα που έχεις τα μαύρα σου τα χάλια, είσαι αχτένιστος με ένα σπυράκι στο μέτωπο να ολοκληρώνει την- καθόλου ευχάριστη- εικόνα σου, πετάγεται μπροστά σου το κουκλί από απέναντι. Γυρνάς το κεφάλι από την αντίθετη πλευρά και κάνεις ότι και καλά κοιτάζεις μια βιτρίνα. Λες και δε θα καταλάβει ότι είσαι εσύ. Άστο δεν πιάνει, όχι μόνο θα καταλάβει ότι είσαι εσύ αλλά θα τον κάνεις να πιστέψει ότι σου είναι αντιπαθής και δε θέλεις να χαιρετήσεις.
Έτσι αποφασίζεις να πεις ένα «γεια». Πόσο λάθος μπορεί να τα πας μ’ ένα απλό «γεια»; Κοιτάς προς το μέρος που στέκεται και κοκκινίζεις ολόκληρος, χαμηλώνεις το βλέμμα από την ντροπή σου και σου ξεφεύγει ένα χαζό χαμόγελο. «Πάει με κατάλαβε» σκέφτεσαι, «κι αν με είδε κανένας γνωστός ή κανένας συνάδελφος;» ξανασκέφτεσαι. Και όταν πας να πεις αυτό το «γεια» δεν είναι εκεί, έφυγε, σιγά μην καθόταν να σε περιμένει πότε θα βρεις εσύ το θάρρος.
Μη νιώθεις χαζός, είναι λογική κι απόλυτα φυσιολογική η αντίδρασή σου. Γιατί όπως είπα και πιο πάνω ο έρωτας δεν κρύβεται κι εκεί είναι όλη η μαγεία. Ο έρωτας και η καψούρα μας κάνουν σαν μικρά παιδιά, δεν μπορούμε να ελέγξουμε τον εαυτό μας. Και συνήθως είναι αυτό που μαρτυρά τα αισθήματά μας στο αντικείμενο του πόθου μας. Μόνοι μας καρφωνόμαστε δηλαδή.
Όταν ο έρωτάς μας είναι κοντά, όχι μόνο κοκκινίζουμε και βλέπουμε αλλού για να το παίξουμε χαλαροί αλλά κάνουμε κι άλλα περίεργα. Οι άνδρες παίζουν με το μούσι τους -αν έχουν- και οι γυναίκες παίζουν με τα μαλλιά τους. Ίσως από την αμηχανία μας να θέλουμε να απασχολήσουμε τα δάχτυλά μας, δουλεύει και σαν αγχολυτικό ξέρεις. Είναι και το άλλο, που κουνάμε έντονα τα χέρια μας κάνοντας χειρονομίες ενώ μιλάμε δυνατά και τσιριχτά αλλάζοντας ίσως και λίγο την φωνή μας. Άγχος-άγχος-άγχος όλα αυτά φωνάζουν άγχος που είναι αυτός κοντά.
Mόνο ο τρόπος που τον βλέπουμε μας καρφώνει. Συχνά τον κοιτάμε και καλά με τρόπο αλλά οι κόρες των ματιών μας διαστέλλονται. Τον κοιτάμε στιγμιαία αλλά κάποιες φορές κολλάει το βλέμμα μας πάνω στα αγαπημένα μας σημεία. Κι όταν νιώθει το βλέμμα μας πάνω του και γυρίζει προς εμάς, εμείς κάνουμε πως κοιτάμε αλλού. Παλιό το κόλπο λες και δεν το κατάλαβε ότι εκείνον κοιτούσαμε. Μας προδίδει ακόμη κάτι που ίσως και να μην το προσέξουμε την ώρα που το κάνουμε. Γινόμαστε καθρέφτης, κάνουμε κάποια πράγματα που κάνει εκείνος γιατί υποσυνείδητα θέλουμε να βρει κοινά σημεία μ’ εμάς και να του αρέσουμε.
Ένα βλέμμα, μια κουβέντα κι ένα χαμόγελο είναι αρκετά για να αποκαλύψουμε άθελά μας εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας. Ίσως αυτό να είναι και το ωραίο στον έρωτα και τον ενθουσιασμό, αυτό μας ανεβάζει την λίμπιντο στα ύψη.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου