Υπάρχει άνθρωπος που δεν καψουρεύτηκε έστω και μια φορά στη ζωή του; Καψούρα λοιπόν, πολλά έχουν γραφτεί για εκείνη, τραγούδια, ποιήματα, θεατρικά, έρευνες κι άρθρα. Άλλοι το βλέπουν ρομαντικά άλλοι το βλέπουν πιο επιστημονικά, άλλοι δεν το βλέπουν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο κάθε ένας από εμάς ξαναγεννιέται κάθε φορά που καψουρεύεται, ανανεώνεται τέλος πάντων. Υπάρχει μια σειρά αντιδράσεων που λίγο-πολύ την έχουμε βιώσει όλοι μας κι αφορά τα στάδια της καψούρας.
Μέρα πρώτη- η πρώτη φορά που βλέπεις το αμόρε. Ωραίο γκομενάκι σκέφτεσαι, ενώ παρατηρήσεις καθόλου διακριτικά το σώμα του, το πρόσωπό του και τα ρούχα του. Οι κόρες σου διαστέλλονται, τα χέρια σου ιδρώνουν, η θερμοκρασία του σώματός σου αυξάνεται- ξέρεις εσύ, τα γνωστά. Έχει αυτό το «κάτι» ρε παιδάκι μου, που σου τραβάει την προσοχή. Σκέφτεσαι ότι άνετα θα μπορούσες να βγεις μαζί του και γιατί όχι, να καταλήξετε και στο σπίτι σου- βράδυ. Μετά απ’ αυτές τις καθόλου φιλικές κι αθώες σκέψεις που κάνεις συνέρχεσαι λίγο· «φτάνει πια έχουμε και δουλειές» σκέφτεσαι και συνεχίζεις κανονικά τη μέρα σου.
Μέρα δεύτερη- ξυπνάς με τη σκέψη του χτεσινού αμόρε. Αυτήν τη μέρα ξυπνάς και μπροστά σου βλέπεις το πρόσωπό του, όχι δεν είναι εδώ στ’ αλήθεια. Όμως η σκέψη σου εκεί, στο χαμόγελό του που θέλεις τόσο να ξαναδείς και τα όμορφα τσαχπίνικα ματάκια του. Η σκέψη του ατόμου αυτού σε ακολουθεί παντού κι όσο και να προσπαθείς δεν υπάρχει δαφυγή. Σκέφτεσαι ότι θέλεις να γνωριστείτε αλλά δεν ξέρεις το πώς. Φοβάσαι μη τυχόν και σ’ απορρίψει και κουμπώνεσαι λίγο.
Μέρα τρίτη- προσπαθείς να κάνεις κίνηση. Τρίτη μέρα που ξυπνάς με το πρόσωπό του στο μυαλό. Ε, αυτή την φορά δε γίνεται, θα κάνεις κίνηση, δε θα τρελαθείς κιόλας. Κι αν σε απορρίψει, σιγά, ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία χυλόπιτα θα είναι που σε κέρασαν. Τον βλέπεις να κάθεται, να η ευκαιρία σου, πλησιάζεις και χτυπάει το τηλέφωνο, σηκώνεται για τουαλέτα, περνάει ο σερβιτόρος, ανακηρύσσεται ο τρίτος παγκόσμιος. Κλαίει το μέσα σου κι όση αυτοπεποίθηση και δύναμη μάζεψες από το πρωί για να πας να του μιλήσεις είναι πλέον ένα με το πάτωμα.
Μέρα τέταρτη- επιτέλους κάνεις την πολυπόθητη κίνηση. Ε, σήμερα είσαι αποφασισμένος, θα πάρεις το τηλέφωνο της καψούρας σου και θα βγείτε έξω. Μαζεύεις όση θετική ενέργεια σου έμεινε από χθες και κάνεις την κίνησή σου. Μια απλή ατάκα, δύο διάπλατα χαμόγελα και να, που σου ζητάει να βγείτε. Είδες τελικά που ήταν όλα πιο εύκολα απ’ όσο νόμιζες;
Μέρα πέμπτη- απόψε θα βγείτε. Απόψε είναι η μεγάλη νύχτα, θα βγεις με το γκομενάκι και δεν μπορείς να περιμένεις. Εννοείται ότι ξέρεις τι θα φορέσεις και πώς θα φτιάξεις μαλλί, έχεις και δύο-τρία πρόχειρα αστεία να ρίξεις αν τύχει και πρέπει να σπάσεις λίγο τον πάγο. Η νύχτα φτάνει και συναντιέστε στο μπαρ που δώσατε ραντεβού, όλα φαντάζουν πανέμορφα στο καψουρεμένο σου μυαλό. Είσαι αμήχανος, όμως γρήγορα νιώθεις πιο άνετα κι η συζήτηση κυλάει σαν νερό, όπως και η ώρα. Η ώρα πέρασε και πρέπει να πάει στο σπίτι να ξεκουραστεί γιατί έχει να πάει δουλεία πρωί, λέει. Σε αφήνει κάτω από το σπίτι σου φιλώντας σε με πάθος ενώ εσύ δεν μπορείς να πιστέψεις το πώς εξελίσσεται η τύχη σου.
Μέρα έκτη- ποιος θα κάνει την πρώτη κίνηση. Περιμένεις μήνυμα ή πρέπει να το στείλεις; Πέρασες όμορφα χθες και το φιλί που σου έδωσε ήταν όλα τα λεφτά. Είσαι σίγουρος για τον εαυτό σου, νιώθεις ότι όλα πήγαν καλά και κάνεις ήδη όνειρα για το μέλλον. Οι φίλοι σου έμαθαν με κάθε λεπτομέρεια τι έγινε κι εσύ περιμένεις να σχολάσει για να τα πείτε. Η ώρα περνά κι έφτασε το απόγευμα, είναι online, λέει το messenger. Όμως εσύ αναρωτιέσαι γιατί δε σου στέλνει, μετά από πολλή ώρα στέλνεις εσύ. Τα χέρια σου ιδρώνουν από την αγωνία ενώ περιμένεις να το διαβάσει και στη συνέχεια να σου απαντήσει για να κανονίσετε την επόμενή σας συνάντηση. «Διαβάστηκε» λέει και ζεις για να δεις τις τρεις τελείες που προδίδουν ότι κάτι σου γράφει. Η ώρα περνά όμως και καμία τελεία δεν εμφανίζεται, διαβάστηκε και δεν απαντήθηκε.
Μέρα έβδομη- πάμε γι’ άλλα. Ήταν ακόμη ένα ραντεβού που σε γέμισε προσδοκία και δε σου έδωσε τίποτα στη συνέχεια. Προσπαθείς να καταλάβεις τι έκανες λάθος κι αναλύεις με τους φίλους σου την κάθε λεπτομέρεια, ξανά. Μη χάνεις τον χρόνο σου, μπορεί να φταις εσύ αλλά μπορεί κι όχι. Η ζωή συνεχίζεται κι εμείς πάμε γι’ άλλα. Για σαφώς καλύτερα. Έτσι είναι οι καψούρες, σαν τον τζόγο. Ποτέ δεν ξέρεις αν θα κερδίσεις ή αν θα χάσεις, αλλά παίζεις ούτως ή άλλως.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου