1998. Πόσα χρόνια πέρασαν από εκείνη τη χρονιά; Εικοσιδύο. Δημοτικό πρέπει να πήγαινα. Ήταν τότε που σε ένα επεισόδιο των «Δύο Ξένων» ο Νίκος Σεργιανόπουλος, ως Κωνσταντίνος Μαρκοράς, διάβασε, μ’ εκείνη τη μαγευτική φωνή του, ένα απόσπασμα από το Μονόγραμμα του Ελύτη στην Εβελίνα Παπούλια και ράγισε η καρδιά του πανελληνίου. Σκέψου πως είχε ραγίσει μέχρι και η δική μου, που, μια σταλιά μωρό, ακόμα δεν είχε προλάβει να πονέσει από έρωτα κι όμως, τον άκουγα να μιλάει και σχεδόν δεν έπαιρνα ανάσα μην τυχόν και χάσω καμιά λέξη. Κι αγόραζαν για ένα διάστημα όλοι το Μονόγραμμα. Κι έγινε σούπα. Και η τόση δημοτικότητα του πήγε για λίγο καιρό να υφαρπάξει την ποιητική του αξία. Δεν τα κατάφερε όμως, λογικό, άλλωστε η αξία κάποιων πραγμάτων δε χάνεται τόσο εύκολα.
Μια σειρά υψηλής τηλεθέασης· χαζός τρόπος να μυηθείς στην ποίηση, ε; Δε θα το έλεγα, καθώς οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για την ενασχόληση κάποιου με κάποια μορφή τέχνης μόνο χαζό δεν μπορεί να θεωρηθεί. Το απόσπασμα του Μονογράμματος, λοιπόν, μου είχε χαραχτεί από τότε στο μυαλό, και γύρω στην εφηβεία μου το αγόρασα κι έντυπο. Και το διάβασα. Και βαλάντωσα στο κλάμα. Και το διάβαζα συχνά, το διαβάζω ακόμα και σήμερα. Και κάθε φορά να πονάει η καρδιά μου. Κι ένιωσα τους στίχους του τόσο βαθιά μέσα μου, που αποφάσισα να χαράξω μια φράση του και στο σώμα μου, σε σημείο που το βλέπω μόνο εγώ. Ακόμα κλαίω όταν το διαβάζω. Και θυμάμαι μια μέρα που βρέθηκα σε ένα σπίτι μιας φίλης φίλου, η οποία έτυχε να έχει το γνωστό, λεπτό, πράσινο βιβλιαράκι στο τραπεζάκι του σαλονιού της. Και μόλις έπεσε το μάτι μου πάνω του, τη ρώτησα εντελώς ρητορικά «Δεν είναι τέλειο;» . Ξέρεις τι μου απάντησε; Ότι είναι «μια βλακεία». Πρώτο εγκεφαλικό εγώ. Και μου είπε επίσης πως «σιγά το πράγμα, κι εγώ μπορούσα να το γράψω αυτό, άσε που το διάβασα σε είκοσι λεπτά». Δεύτερο εγκεφαλικό στη σειρά. Όπως καταλαβαίνεις, θεώρησα τόσο μεγάλη την ύβρη που δεν έκρινα σκόπιμη οποιαδήποτε περαιτέρω συνδιαλλαγή με τη συγκεκριμένη κοπέλα. Άλλωστε τι είχαμε να πούμε;
Δεν είναι θέμα σνομπισμού, είναι θέμα σεβασμού, έχει διαφορά. Δεν καταλαβαίνουν όλοι την ποίηση, όπως δεν καταλαβαίνουμε όλοι τα μαθηματικά. Και η ποίηση στο μυαλό μου είναι τα μαθηματικά της Λογοτεχνίας· κι αυτά που δεν καταλαβαίνεις δε σημαίνει πως είναι προαιρετικό να τα σέβεσαι, γνώμη μου. Όπως κι αν έχει, γιατί είναι τόσο ξεχωριστό αυτό το έργο του Οδυσσέα Ελύτη ώστε να (πρέπει να) το ξέρουν από το 1971 που γράφτηκε μέχρι σήμερα, άνθρωποι μυημένοι στην ποίηση ή όχι; Είναι επειδή αποτελεί τον ορισμό της πραγματικής αγάπης, εκείνης της ολοκληρωτικής, της παραδομένης, της άνευ όρων, που πλάθει χαρακτήρες και ρημάζει ζωές, εκείνης που αποτελεί πανανθρώπινη συνισταμένη, είναι ένα ποίημα που μόνο αν έχεις αγαπήσει αληθινά στέκεσαι σε κάθε παύση του κι απλά νιώθεις, είναι (και θα συνεχίσει να είναι) ένας καθολικός ερωτικός ύμνος, οι φράσεις του οποίου αποδεικνύουν πως θα είναι πάντα το απόλυτο ερωτικό ραβασάκι.
Ακολουθούν οι δέκα (κατά τη γνώμη μου) καλύτερες, όχι σε σειρά προτίμησης αλλά με τη σειρά που γράφτηκαν στο ποίημα, αν και, να σου πω την αλήθεια μου, είχα καμιά πέντε-έξι ακόμα που ήθελα να προσθέσω, αλλά προτίμησα εκείνες που θα άγγιζαν την πλειοψηφία των αναγνωστών, ακόμα κι εκείνους που βαριούνται την ποίηση οικτρά κι απολαμβάνουν κατ’ εξαίρεση ένα-δυο ποιητικά έργα, ένα από τα οποία αξίζει να είναι αυτό.
1. «Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι».
Επειδή όταν δύο άνθρωποι αγαπιούνται, κανένα εμπόδιο δεν μπορεί να θεωρηθεί εμπόδιο για πολύ, ούτε η παντοδύναμη Μοίρα, ούτε ο ξεχασιάρης Καιρός, το λέει καθαρά ο ποιητής.
2. «Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω να μπαίνω σαν Πανσέληνος από παντού»
Έτσι δεν πρέπει να αγαπά κανείς; Σε κάθε ευκαιρία, από κάθε χαρακιά, από παντού. Το εξηγώ και νομίζω πως σχεδόν βιάζω τη μεγαλειότητα του στίχου του Ελύτη.
3. «Επειδή τ’ αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι.»
Στίχος ύμνος σε όλους εκείνους τους έρωτες που δεν έγιναν ποτέ κατανοητοί από τον περίγυρο, που δεν έγιναν αποδεκτοί, που βρέθηκαν άδικα αντιμέτωποι χλευασμού, αλλά δεν έπαψαν να είναι έρωτες, ακόμη κι αν παρέμειναν ανεκπλήρωτοι.
4. «Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου να μιλώ για σένα και για μένα.»
Το κακό timing, αποδιοπομπαίος τράγος των απανταχού ερωτευμένων, χαντάκι για να ρίξουν κάθε λιγοψυχία τους, κάθε αναποδιά που φέρνει τούμπα το «πάντα» που ονειρεύονται. «Είναι νωρίς», πράγμα που σημαίνει πως η ελπίδα ζει. Η ελπίδα που συχνά-πυκνά είναι και η ρίζα του κακού, η δικαιολογία για να αναβάλλει κανείς το τώρα.
5. «Είμ’ εγώ, μ’ ακούς; Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς;»
Αυτό το «μ’ ακούς;», το σύμβολο της ανασφάλειας, της ανάγκης επιβεβαίωσης του κάθε ανθρώπου που αγαπάει ανά τον κόσμο, η απελπισία να καταλάβεις αν όλα αυτά που κάνεις ή νιώθεις γίνονται κατανοητά από τον άλλον ή χάνονται στην μετάφραση.
6. «Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιος, μ’ ακούς, σου κρατεί το χέρι πάνω από τους κατακλυσμούς;»
Ο φόβος. Ο άλλος άνθρωπος. Η ζήλεια και η απελπισία. Άλλωστε όταν αγαπάς, ζεις με αυτά, παλεύοντας να μη σε καταπιούν.
7. «Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς; Ή κανείς ή κι οι δυο μαζί, μ’ ακούς;».
Είναι ένας από τους στίχους που τσιμπάνε τα μέσα μου πιο πολύ απ’ όλους μέσα στο ποίημα. Λες και περιγράφει την ουσία της πραγματικής αγάπης. Η υπόσχεση πως εσύ θα είσαι εκεί, πως θα βουλιάξεις αν βουλιάξει ο άλλος και θα ανέβεις αν ανέβει κι εκείνος, καθώς σε μια σχέση σημασία πρέπει να έχει το μαζί και όχι το πού, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα μείνεις στάσιμος για χάρη κάποιου άλλου. Δεν είναι θυσία, δεν είναι ούτε χάρη, είναι επιλογή. Τόσο απλά.
8. «Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και της αγάπης μια για πάντα το κόψαμε και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς;»
Δεν ζεις ποτέ τον ίδιο έρωτα δεύτερη φορά. Ακόμα κι αν το συναίσθημα είναι ίδιο, δεν είναι ίδιοι οι άνθρωποι που το απαρτίζουν.
9. «Και γιατί να μέλλει κοντά σου να ‘ρθω, που δε θέλω αγάπη, αλλά θέλω τον άνεμο;»
Αγαπάνε πιο βαθιά εκείνοι που φοβούνται την αγάπη, εκείνοι που τρέχουν να της ξεφύγουν επειδή ξέρουν πως αν τους πιάσει θα ξεμπροστιάσει την καλά κρυμμένη τρυφερή τους φύση. Οι άνθρωποι που δυσκολεύονται ν’ αγαπήσουν ξέρουν ν’ αγαπούν πιο όμορφα από τον καθένα.
10. «Πήγαινε. Πήγαινε κι ας έχω εγώ χαθεί. Μόνος. Κι ας είναι ο ήλιος που κρατάς ένα παιδί νεογέννητο.»
Ξέρεις, όσα «ή κανείς, ή και οι δυο μαζί» κι αν πεις, αγαπάς κάποιον πραγματικά μόνο όταν του δίνεις το δικαίωμα και την ευχή να ζει ευτυχισμένος μακριά σου. Επειδή η αγάπη είναι ελευθερία, κι ο Ελύτης αποτύπωσε την ουσία της στην πιο όμορφη ευχή· «πήγαινε κι ας είναι ο ήλιος που κρατάς ένα παιδί νεογέννητο».
Γι’ αυτό αγαπάω το Μονόγραμμα. Επειδή σε δεκατέσσερις σελίδες περικλείει νοήματα που κανονικά δεν περιγράφονται ούτε σε χίλιες δεκατέσσερις. Επειδή οι λέξεις του είναι απλές και το απλό είναι πάντα όμορφο. Και ναι, διαβάζεται σε είκοσι λεπτά, αλλά αν μετά την ανάγνωσή του μείνεις εκεί, τότε κάτι έχεις κάνει λάθος. Κι ένα καλό κρασί πίνεται μονοκοπανιά, αν δεν του αφιερώσεις όμως τον κατάλληλο χρόνο απλώς το καταπίνεις, δεν το γεύεσαι. Και το κρασί, όπως και τον έρωτα, πρέπει να τους δίνεις το χρόνο που τους αξίζει, έτσι, για να μην πάνε χαράμι οι νότες τους.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου