Την κυρία Λένα τη γνώριζα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου· ήταν από εκείνα τα πρόσωπα που σου μοιάζουν οικεία με το καλημέρα, με τη δουλειά της στο φούρνο του άντρα της εδώ και εικοσικάτι χρόνια, με τα παιδιά της που ήμασταν σχεδόν συνομήλικοι και τις ωραίες της μηλόπιτες, που ταίριαζαν τέλεια με ζεστή κρέμα βανίλια. Δεν ήταν μόνο αυτά αιτίες για να τη νιώθει κανείς συγγενή του, ήταν και το χαμόγελό της, κι ο τρόπος που ρωτούσε «πώς είσαι σήμερα;» μοιάζοντας να νοιάζεται πραγματικά, ήταν που τάιζε τα αδέσποτα της γειτονιάς και, τέλος πάντων, ήταν αυτή η αύρα της μεστής ευτυχίας που έκανε όλον τον κόσμο να θέλει να της πιάνει την κουβέντα κάθε πρωί για να πάει καλά η μέρα.

Ένα από αυτά τα πρωινά, λοιπόν, περνώντας απ’ το φούρνο, παρατήρησα πως η κυρία Λένα έλειπε και στη θέση της ήταν μια κοπελίτσα εν ονόματι Μαρία. Δεν έδωσα σημασία, κυκλοφορούσαν κι ιώσεις άλλωστε, γιατί να το θεωρήσω παράξενο; Και πέρασε μία, και πέρασαν δύο εβδομάδες, κι οι εβδομάδες έγιναν μήνας, ε, κι έσκασα και ρώτησα τη Μαρία πού είναι η κυρία Λένα κι αν είναι καλά. Η Μαρία τότε μου απάντησε πως η κυρία Λένα είναι πολύ καλά και πως πια δε θα ‘ρχεται στο φούρνο επειδή τα πρωινά της πηγαίνει σε μια ιδιωτική σχολή, καθώς αποφάσισε να γίνει κομμώτρια.

Το σοκ! Όχι επειδή μου φάνηκε ασύλληπτο, δεν είπε δα πως αποφάσισε να γίνει αστροναύτης, αλλά επειδή η μικροαστική αντίληψη πως «στα σαρανταφεύγα πάει, τελείωσε, τις έχεις κάνει τις επιλογές σου, ποιος ο λόγος να ψάχνεσαι» είναι ασυναίσθητα ριζωμένη ακόμα και στα πιο ανοιχτά μυαλά. Ποτέ δε μου πέρασε ούτε σαν σκέψη πως μέσα στη στρωμένη της ζωή μπορεί να ένιωθε πως δεν περνάει καλά, πως μπορεί να βαριόταν κάθε πρωί να ξυπνάει απ’ τις τέσσερις και, τέλος πάντων, την είχα τόσο συνδεδεμένη με τις υπέροχες μηλόπιτές της που ποτέ, μα ποτέ, δε φαντάστηκα πως θα μπορούσε να θέλει να κάνει κάποιο άλλο επάγγελμα πέρα από αυτό.

«Ήμουν χαρούμενη», μου είπε μόλις την είδα μετά από τρεις μήνες, «αλλά ήθελα να πάω ένα βήμα παραπέρα, η καθημερινότητα σε πνίγει αν δεν την πνίγεις, άσε που πάντα ήθελα να γίνω κομμώτρια και τώρα που τα παιδιά μου μεγάλωσαν ήρθε η ώρα». Τάδε έφη η κυρία Λένα, κι έμεινα να την κοιτάζω με θαυμασμό· πρώτον, επειδή με έκανε να δω τα πράγματα από άλλη σκοπιά και δεύτερον, επειδή η σκοπιά αυτή ήταν τόσο ελπιδοφόρα που με έκανε να χωνέψω για τα καλά πως τα όνειρα δεν έχουν ηλικία όταν η ψυχή είναι για πάντα δεκαεξάρα.

Ξέρεις, διαλέγουμε το επάγγελμα που θα υπηρετήσουμε σε μια ηλικία βάρβαρη, ανώριμη και δουλοπρεπή σε ξένα «θέλω». Πρέπει να ξέρεις ποια είναι η κλίση σου απ’ τα δεκατρία για να δώσεις βάση στα σωστά μαθήματα, κι αν δεν ξέρεις, είσαι ανώριμος, αλλά μην ανησυχείς, καθώς αν δε βρεις άκρη, θα βρουν για εσένα οι γονείς σου που τα ξέρουν όλα, κι όταν λέω όλα, δεν εννοώ απλά τα ταλέντα σου, αλλά και τα επαγγέλματα που θα ‘χουν ζήτηση σε δεκαπέντε χρόνια από τώρα. Μπαίνεις, λοιπόν, στο τριπάκι και το πιστεύεις κι εσύ πως πρέπει να γίνεις καθηγητής, δικηγόρος, να αναλάβεις το συνεργείο του μπαμπά με τη στρωμένη πελατεία ή να σπουδάσεις ειδική αγωγή επειδή στην παρούσα φάση διορίζουν αβέρτα.

Ναι, όπως καταλαβαίνεις ούτε η ευτυχία σου ούτε η προσωπική σου κρίση εμφανίζονται πουθενά στο χάρτη των επιλογών σου, με τη διαφορά ότι σου πλασάρεται τόσο τεχνηέντως η συγκεκριμένη μπαρούφα περί κλίσης, που κι εσύ ο ίδιος το πιστεύεις πως θα οδηγήσει σε εξασφάλιση κι ευτυχία, και με το λέγε-λέγε γίνεσαι αντίστοιχα χαρτογιακάς, καθηγητής που μισεί τη ζωή του ή αιώνια υπόλογος στον μπαμπά σου που πάντα ξέρει καλύτερα από εσένα πώς έπρεπε να επισκευάσεις εκείνον το δίσκο-πλατό, και μετά απορείς γιατί είναι τόσο σιχαμένη η καθημερινότητά σου, νιώθοντας τύψεις ταυτόχρονα που παραπονιέσαι, καθώς άλλοι θα έδιναν τα πάντα για να ‘ναι εξασφαλισμένοι όπως εσύ.

Γιατί πώς να αλλάξεις; Τώρα; Από τα «-άντα» και μετά σε έχουν πείσει πως δεν έχεις δικαίωμα σε ουτοπίες, εδώ ο κόσμος καίγεται, κάτσε στ’ αβγά σου, όποιος θέλει τα πολλά χάνει και τα λίγα κι άλλα τέτοια πατροπαράδοτα. Δεν το κουνάς κι εσύ, είναι δύσκολο, δεν έχεις χρόνο, δεν έχεις πισινή, πώς θα τα καταφέρεις με τόσα που έχεις στο κεφάλι σου, άσε καλύτερα, δίκιο θα έχουν, δε σου το λένε ένας και δύο, σου το λένε εκατό. Κουνάς, λοιπόν, το μαντήλι στα όνειρά σου επειδή πια «μεγάλωσες» και συνεχίζεις να κάνεις αυτά που ξέρεις με το παράπονο στο στόμα.

Ή κι όχι, όπως η κυρία Λένα, η οποία μπορεί να άργησε να το πάρει απόφαση, αλλά το πήρε κι αυτό είναι που μετράει. Θα πετύχει; Θα ξαναγυρίσει στο φούρνο; Κανείς δεν ξέρει. Θα ξέρει, όμως, η ίδια ότι προσπάθησε, πως δεν επέτρεψε να της γλιστρήσει το «θέλω» από τα χέρια, πως ψάχτηκε, πως δεν άφησε την περιέργεια και τη φιλομάθειά της να πάνε σε τόπο χλοερό όπως άλλοι της γενιάς της και πως, τέλος πάντων, δίδαξε εμμέσως πλην σαφώς και σε άλλους πως όταν λέμε ότι η ηλικία είναι απλώς ένας αριθμός, να μη μένουμε στη θεωρία, αλλά να το εφαρμόζουμε και στην πράξη.

Σπούδασα Αγγλική Φιλολογία, αν και δεν ένιωσα ποτέ καθηγήτρια, καθώς κρύβω μέσα μου ένα γραφιά που ανυπομονεί να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον μου και δίνω σημασία στις καλές ραφές από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Διδάσκω εδώ και πολλά χρόνια, γράφω ακατάπαυστα και πριν από ένα μήνα έδωσα εξετάσεις και πέρασα σε μια σχολή για σχέδιο μόδας, σε μια ηλικία που ο περίγυρός μου θεωρεί πως το να βρεις σύζυγο είναι πολύ πιο σημαντικό απ’ το να βρεις το σκοπό της ζωής σου.

Κυνήγα το. Είτε είσαι δεκαέξι, είτε τριανταέξι, είτε εβδομήντα έξι.

Αν δεν έχεις γύρω σου μια κυρία Λένα, ίσως γίνεις εσύ μια κυρία Λένα για τους άλλους.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη