Στην παιδική τους ηλικία καταβρόχθιζαν με λαχτάρα ό,τι απέμεινε στο μπολ από το μείγμα του κέικ, χρησιμοποιώντας τα δάχτυλά τους. Ήταν τα παιδιά εκείνα που έτρωγαν τα φρεσκοψημένα κρουασάν πριν εκείνα καλά-καλά προλάβουν να κρυώσουν και γελούσαν ευτυχισμένα με μούτρα πασαλειμμένα με σοκολάτα. Που η αγκαλιά της μαμάς τους δεν προσέφερε απλά ασφάλεια, αλλά είχε γεύση, αλεύρι κι άρωμα.
Είναι εκείνοι οι ενήλικες που μεγάλωσαν σε σπίτια που μοσχομυρίζανε μαγειρεμένη ευτυχία. Που οι γιαγιάδες τους, τα Σαββατοκύριακα, τους κακομάθαιναν με σπιτικό τσουρέκι αντί για κοινά δημητριακά σοκολάτας, και τους έδιναν κεράσματα κρυφά από οποιαδήποτε αυστηρή, μαμαδίστικη υπόδειξη περί μέτρου άριστου. Μάθανε να συνδέουν γεύσεις με ανθρώπους και μυρωδιές με καταστάσεις, και μέχρι σήμερα, περπατάνε στο δρόμο εισπνέοντας ευτυχισμένοι τα αρώματα σπιτικής θαλπωρής που αναδύουν οι επιμέρους φούρνοι.
Χωρίς αμφιβολία, είναι άνθρωποι δημιουργικοί, με φαντασία κι όρεξη για ζωή, αρετές που εφαρμόζουν σε κάθε τομέα της ζωής τους. Καλοζωισμένοι κι εύθυμοι, δε γνωρίζουν τι θα πει μιζέρια και θεωρούν το φαγητό όχι απλώς μια βιολογική ανάγκη, αλλά τέχνη, φάρμακο και βάλσαμο· γιατρεύουν το βήχα με μέλι και λεμόνι, και την ερωτική απογοήτευση με πραλίνα σοκολάτας. Γιατί γι’ αυτούς, αν η αγάπη είναι άυλη, το φαγητό αποτελεί τη βρώσιμη μορφή της, και το αποδεικνύουν κάθε που περιποιούνται με ζήλο τους δικούς τους ανθρώπους, με γεμάτα τραπέζια και ζωηρά βλέμματα.
Είναι οι άνθρωποι εκείνοι που θεωρούν πως το φαγητό δεν παχαίνει όταν τρώνε όρθιοι· με την ίδια λογική, για εκείνους οι θερμίδες δε μετράνε στις διακοπές ή τα γενέθλιά τους, ούτε καν τα Χριστούγεννα ή τα Σαββατοκύριακα. Γενικά, δεν τα πάνε καλά με τον ψυχαναγκασμό του θερμιδομετρητή, και ποτέ δε θα τους δεις να ιδρώνει το αυτάκι τους για λίγη κυτταρίτιδα ή λίγο σκεμπεδάκι παραπάνω. Άλλωστε, τι τους νοιάζει; Η ζωή είναι μικρή για χαζοστενοχώριες, κι όλα περνάνε με ένα κουραμπιεδάκι ακόμα.
Πληθωρικά ερωτικοί και γενικότερα αγαπητοί, γνωρίζουν τι θα πει απόλαυση και κάθε είδους οργασμός, ιδιαίτερα ο γαστριμαργικός. Απολαμβάνουν τον έρωτα όπως το φαγητό, λατρεύουν τους πειραματισμούς κι αναζητούν διαρκώς το νέο, καθώς γι’ αυτούς το σεξ και το καλό φαγητό δεν έχουν και τόση διαφορά τελικά. Αντιμετωπίζουν τη ζωή τους με διάχυτο ερωτισμό και δεν τσιγκουνεύονται τα συναισθήματά τους, ενδίδοντας σε ανθρώπους και γεύσεις με το ίδιο πάθος.
Το φαγητό γι’ αυτούς είναι τελετουργικό και η πείνα συναίσθημα. Δεν καταπίνουν απλά τις μπουκιές τους, αλλά αναλύουν γευστικές νότες, καθώς ο ουρανίσκος τους είναι ένα τσικ πιο καλλιτεχνικός από των υπολοίπων. Γιορτάζουν κάθε μεγάλο ή μικρό γεγονός πάνω από ένα τραπέζι κι όταν τρώνε κάτι υπέροχο νιώθουν να φτάνουν λίγο πιο κοντά στο Θεό. Τα μάτια τους λάμπουν στη θέα των φαγητών που αγαπούν, όπως λάμπουν τα μάτια ενός ερωτευμένου όταν αντικρίζει τον άνθρωπό του. Είναι η χαρά των γιαγιάδων τους, καθώς δεν ξέρουν τι θα πει χόρτασα, ούτε λένε ποτέ τους όχι σε μια ακόμα πιρουνιά. Και το στομάχι τους, όσο γεμάτο κι αν είναι, δεν απορρίπτει καμιάς φύσεως επιδόρπιο. Άλλωστε το γλυκάκι δε μετράει· αυτό δεν πάει στο στομάχι, πάει απευθείας στην καρδιά.
Ταξίδι για εκείνους, νοερό ή πραγματικό, σημαίνει αναζήτηση. Εκεί που οι άλλοι συμβατικά ξεχύνονται σε μουσεία και πινακοθήκες, εκείνοι χώνονται σε καλά κρυμμένα εστιατόρια, τα οποία έχουν φροντίσει να ανακαλύψουν μετά ενδελεχούς αναζήτησης σε γαστρονομικά site και προσωπικά ιστολόγια. Μυαλά ανοιχτά, δοκιμάζουν με παιδική περιέργεια οτιδήποτε νέο εμφανιστεί στο δρόμο τους, καθώς έχουν βαθιά γνώση πως ο πολιτισμός και η ταυτότητα μιας χώρας δεν κρύβονται τόσο στους δρόμους της, όσο στις κουζίνες της.
Και στην τελική, μόνο ένας άνθρωπος που ξέρει να τρώει γνωρίζει πως η ζωή, όπως και το φαγητό, μοιάζει άνοστη και μουντή χωρίς αλατοπίπερο και τα κατάλληλα μπαχαρικά. Γιατί μπορεί να μην υπάρχει συνταγή για την ευτυχία, αλλά ποιος πόνος δε μαλακώνει με μια πρέζα αισιοδοξίας, δυο κούπες γέλιου και λίγα γραμμάρια καλής παρέας;
Επιμέλεια Κειμένου Φρόσως Μαγκαφοπούλου: Σοφία Καλπαζίδου