Το αγαπούσα το σχολείο· για να είμαι ακριβής δεν το αγαπούσα απλά, το λάτρευα. Βαθιά μέσα μου ήξερα πως δε θα είχα πάντα την ευκαιρία να βλέπω τους φίλους μου κάθε μέρα, να νυστάζουμε παρέα, να νευριάζουμε παρέα, να ταξιδεύουμε παρέα, να γελάμε με τα ίδια πράγματα. Το σχολείο μου δεν ήταν το ομορφότερο, δεν ήταν το πιο σύγχρονο, δεν είχε τους καλύτερους καθηγητές, ίσως να έλεγα κιόλας πως ήταν και πέρα για πέρα ανεπαρκές. Ήταν όμως οικείο, είχε μέσα καμιά δεκαπενταριά αγαπημένους μου ανθρώπους κι όλο αυτό ήταν υπεραρκετό για να μη με νοιάζει το πρωινό ξύπνημα.
Τέτοια ζεστασιά οφείλει να εκπέμπει το σχολείο· να είναι ένας χώρος στον οποίο θα κοινωνικοποιείσαι, θα μοιράζεσαι εμπειρίες, θα αντιμετωπίζεις προβλήματα και θα βγαίνεις από όλα σοφότερος και δυνατότερος, να αποτελεί ένα μέρος στο οποίο θα θέλεις να πηγαίνεις επειδή θα βλέπεις με τα ίδια σου τα μάτια πως σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ακόμα κι όταν σε ψιλοτυραννάει. Και θα μπορούσαν εύκολα να γίνουν όλα αυτά, αν δεν υπήρχαν οι νταήδες που κάνουν τη ζωή των αδύναμων δύσκολη, οι ρατσιστικές αντιλήψεις γονιών που δεν αντέχονται στο χώρο παιδιά μεταναστών για να μην αλλοιώσουν τον οξύμωρο πολιτισμό τους και καθηγητές που αρέσκονται να ξεστομίζουν τη φράση «βγάλτε μια κόλλα χαρτί».
Σε αυτούς θα κεντράρω, και θα σου αναπτύξω το θέμα από προσωπική σκοπιά· ήμουν, που λες, πολύ καλή μαθήτρια. Όχι άριστη, ήμουν όμως απ’ τα παιδιά εκείνα που γράφουν εικοσάρια στα μαθήματα που αγαπάνε και τριάρια σε εκείνα που σιχαίνονται και δεν τους νοιάζει και καθόλου αν βγάζουν δεκαέξι, εκεί που θα μπορούσαν να βγάζουν είκοσι. Δε θα μιλήσω, λοιπόν, για τα μαθήματα εκείνα στα οποία πήγαινα αδιάβαστη, καθώς εκεί καρφί δε μου καιγόταν για το βαθμό μου, αλλά για όλα εκείνα στα οποία χτυπούσα τον κώλο μου κάτω για να πάρω τον βαθμό που μου αξίζει.
Όσο διαβασμένη και να πήγαινα, λοιπόν, δεν υπήρχε περίπτωση να πει καθηγητής «βγάλτε μια κόλλα χαρτί» και να μη σταματήσει το μυαλό μου, η καρδιά μου αλλά κι ο ίδιος ο κόσμος να γυρίζει, τόσο απ’ το άγχος μου, όσο κι από την ίδια τη χαιρέκακη βία που είχε το ύφος του όταν την ξεστόμιζε. Ναι, βία, από εκείνη την ύπουλη, την ψυχολογική, που τη μεταφράζουν οι καταπιεσμένοι εκπαιδευτικοί ως «μέθοδο εξέτασης» αλλά κατά βάθος γνωρίζουν πως είναι μέθοδος τιμωρίας, όπως ήταν στο παρελθόν οι βιτσιές με το χάρακα.
Όχι, δεν ήμουν καθόλου μυγιάγγιχτη· απλά δεν ανεχόμουν την τόσο μάταιη επιβολή άγχους σε μυαλά τα οποία όντως προσπαθούν και πράγματι θέλουν να πετύχουν, καθώς αυτοί που διαβάζουν υποφέρουν περισσότερο στο άκουσμα της φράσης από εκείνους που τα γράφουν όλα εκεί που δεν πιάνει το μελάνι. Λες και δεν είχαν αρκετά άγχη τα παιδιά να ζογκλερίζουν στον αέρα, έχουν και τον κάθε αυτοαποκαλούμενο εκπαιδευτικό με καταπιεσμένες αρχηγικές τάσεις να παίζει με την ψυχική τους ηρεμία.
Ναι, δεν είναι εκπαιδευτικοί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, τους αποκάλεσε απλά έτσι η κοινωνία λόγω της απόκτησης ενός τίτλου σπουδών ο οποίος κάποτε τους υποσχέθηκε «ζωή χαρισάμενη» κι ένα σταθερό μισθό που θα τους έδινε τη δυνατότητα να ζήσουν μια μακάρια, βαρετά στρωτή ζωή, η οποία θα τους επέτρεπε να απαλλαγούν από περιττά άγχη, όπως το να θέλουν να γίνονται καλύτεροι στη δουλειά τους, να ενδιαφέρονται για την ψυχολογία των μαθητών και να αναγνωρίσουν το μερίδιο της ευθύνης τους στο πλάσιμο της κοινωνίας, παίρνοντας στα σοβαρά το γεγονός πως έχουν στην τάξη τους ανθρώπινο υλικό που αν το κάνεις να πιστέψει πως μπορεί, ίσως κάποια μέρα καταφέρει να αλλάξει τον κόσμο προς το καλύτερο.
Μη σου περάσει απ’ το μυαλό πως γενικολογώ, καθώς είχαμε κι εκείνους τους φανταστικούς ανθρώπους που ποτέ τους δε σκέφτηκαν να ξεστομίσουν αυτήν τη χυδαιότητα, ή τους άλλους, που μας έλεγαν με νόημα στο προηγούμενο μάθημα να είμαστε πολύ καλά διαβασμένοι την επόμενη φορά, καθώς «δεν ξέρω, ίσως, λέω ίσως να γράψουμε κάτι». Επειδή υπήρχαν κι αυτοί, υπάρχουν ακόμα κι είναι εκείνοι που νοιάζονταν για όλα τα παιδιά σαν να είναι δικά τους, εκείνοι που είναι αρκετά μορφωμένοι ώστε να γνωρίζουν τη διαφορά μεταξύ εκπαιδευτικού και μισθοφόρου, οι άνθρωποι που γνωρίζουν καλά πως η διδασκαλία δεν είναι θέμα χρημάτων αλλά προσωπικής ευθύνης.
Γι’ αυτό είναι βάρβαρη η φράση «βγάλτε μια κόλλα χαρτί», επειδή αποσκοπεί στη δημιουργία έντασης, επειδή κρύβει απωθημένα εξουσίας κι επειδή καλύπτει ένα ανεξέταστο μίσος προς μυαλά που ακόμα έχουν τη δυνατότητα να πλάθονται και να εξελίσσονται, προερχόμενο από μυαλά που σταμάτησαν τα γρανάζια τους λόγω βολεμένης απραξίας εδώ και καιρό.
Κι έγινα καθηγήτρια η ίδια, κι απ’ την πρώτη στιγμή που βγήκαν τα αποτελέσματα των πανελληνίων ορκίστηκα στον εαυτό μου πως δε θα γίνω σαν αυτούς κι ήταν τόσο εύκολο που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν το κάνουν όλοι. Επέλεξα οι μαθητές μου να κατανοούν αντί να μαθαίνουν, να βρίσκουν τους κανόνες μόνοι τους αντί να τους ακολουθούν πιστά, να αισθάνονται πως στόχος είναι η αποκόμιση ουσιαστικής γνώσης, όχι να πάρουν έναν κωλοβαθμό που στην τελική μπορεί να είναι κι αποτέλεσμα μικροπρεπούς συμπάθειας, αντιπάθειας ή τύχης. Κι αντιπάθησα τις έδρες και τον πληθυντικό ευγενείας, κι ήξερα απ’ την πρώτη στιγμή πως τα τριήμερα είναι ευκαιρία για ξεκούραση κι όχι για παραπάνω homework, και πάντα δέχομαι κάποια πιθανή αδιαβασιά ως αποτέλεσμα κακής μέρας, φορτωμένου προγράμματος ή ερωτικής κατραπακιάς, επειδή τα παιδιά είναι άνθρωποι όπως εγώ.
Επειδή ούτε εγώ αποδίδω κάθε μέρα το ίδιο στη δουλειά μου· υπάρχουν μέρες που νιώθω πως αξίζω Νόμπελ Διδασκαλίας κι άλλες που νιώθω κλινικά ηλίθια, και στιγμές που νυστάζω, και στιγμές που βαριέμαι και φορές που καταφέρνω το ακατόρθωτο κι από μέσα μου κλαίω από χαρά. Κι οι μαθητές μου με αγαπάνε, κι όσοι δε με αγαπάνε σίγουρα με σέβονται, κι αν με θυμούνται και πέντε-δέκα για το υπόλοιπο της ζωής τους εγώ το στόχο μου τον εκπλήρωσα. Κι όση ελευθερία τους αφήνω, τόσο λιγότερες δικαιολογίες μου λένε, τόσο περισσότερο βρίσκουν το νόημα πίσω από αυτό που κάνουν, κι άλλο τόσο προσπαθούν.
Κι όλα αυτά, σωστά μάντεψες, χωρίς να χρειαστεί ποτέ να βγάλουν «μια κόλλα χαρτί».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη