«Χίλιοι άνθρωποι μέσα στο μπαρ κι είναι άδειο. Κανένας. Μπαίνει ο έρωτάς σου, τότε μόνο χίλιοι ένας. Οι χίλιοι απλώς κομπάρσοι». Το είχε πει κάποτε ωραία η Μαλβίνα, τόσο ωραία μάλιστα που δεκαετίες μετά τα λόγια της συνεχίζουν να κάνουν κεφάλια να συναινούν με πάθος στην ανάγνωση του διασημότερου των αποφθεγμάτων της. Και πώς να μη συναινούν όταν δεν υπάρχει ένας άνθρωπος στην ιστορία του κόσμου που να μην έχει νιώσει στο πετσί του αυτό το συναίσθημα;
Μιλάω για το πόσο βαρετά μοιάζουν τα πέριξ όταν στο σκηνικό δεν παίζει αυτός που θες. Περνάς καλά, βγαίνεις, μιλάς με κόσμο μα τίποτα δε συγκρίνεται με το να βρίσκεται εκεί γύρω το άτομο για το οποίο ξενυχτάς. Τότε περνάς καλύτερα, χαμογελάς περισσότερο, αποκτούν οι έξοδοι νόημα· κι όλα αυτά για μερικές αλλαξοματιές. Αυτές είναι που κάνουν τη ζημιά, αυτά τα πλάγια βλέμματα. Που σε κοιτάει κι όταν κοιτάς εσύ, γυρίζει το βλέμμα αλλού, που όταν ξέρεις πως σε χαζεύει εσύ κάνεις πως δε βλέπεις –αλλά βλέπεις– κι όλα αυτά τα νόστιμα.
Τα ‘χει αυτά τα παράλογα ο έρωτας· το χάσιμο, την κατραπακιά, γι’ αυτό κι ο κόσμος τον τρέμει, επειδή κάνει τη λογική του να πηγαίνει περίπατο, επειδή αναγκάζεται να χάσει τον έλεγχο. Εκεί δηλαδή που είσαι ένα ώριμο, ενήλικο άτομο με αυτοκυριαρχία, αξίες και βροντερή προσωπικότητα, έρχεται ο πετούμενος θεός και σε ρεζιλεύει έτσι απλά, με ένα βεντουζένιο βέλος. Περπατάς σαν να μη συμβαίνει τίποτα, σε σημαδεύει κι απ’ τη μία στιγμή στην άλλη γίνεσαι μια διαφορετική εκδοχή του εαυτού σου, αδιαπραγμάτευτα πιο χαζή κι εν γένει πιο κυκλοθυμική, έτοιμη να ταλαιπωρηθεί χαζογελώντας δίχως αύριο.
Κι ας πίστευες μέχρι χθες πως μπορείς να κατακτήσεις τον κόσμο, ξαφνικά ο κόσμος μοιάζει αδιάφορος αν δεν μπορείς να κατακτήσεις το άτομο που σε ενδιαφέρει. Η ψυχολογία σου ανεβοκατεβαίνει σαν καρδιογράφημα· πάνω όταν είναι τριγύρω, όταν σου μιλάει ή σου δίνει σημασία και στα τάρταρα όταν δεν είναι εκεί να τον χαζέψεις, ακόμα χειρότερα όταν αδιαφορεί. Ούτε που θυμάσαι σε ποιο σημείο έχασες την μπάλα μα καμία σημασία δεν έχει πια. Την μπάλα θα την ξαναβρείς, αρκεί να τα βρείτε επιτέλους μεταξύ σας.
Κι ας προσπαθούν χίλιοι-δυο να σε προσεγγίσουν, εσύ εκτός από αόρατος νιώθεις επίσης τυφλός και κουφός. Σχεδόν ενοχλείσαι απ’ το φλερτ που κάποτε τόσο σε διασκέδαζε κι ο λόγος είναι απλός, κανένας δεν είναι αυτός, καμία δεν είναι εκείνη. Οι ατάκες τους σου μοιάζουν πολυφορεμένες, τα αστεία τους ηλίθια κι ο τρόπος που αναπνέουν εξοργιστικός. Μέσα σου όμως ξέρεις πως τα ίδια αστεία θα ήταν ξεκαρδιστικά αν τα άκουγες από εκείνον κι η μέρα σου θα ήταν πιο ευχάριστη αν ήταν εκεί γύρω εκείνη.
Έρωτας είναι κι όσο κι αν βασανίζει με τις αμφιβολίες του, άλλο τόσο νόημα δίνει στην καθημερινότητά μας κι εν καιρώ σε ολόκληρη τη ζωή μας. Επειδή έχει πλάκα να μπουκάρει κάποιος άνθρωπος στα μερόνυχτά σου, κάποιες φορές ακόμη κι εν αγνοία του κι εσύ να μη θυμάσαι πώς ζούσες πριν χωρίς τη σκέψη του, χωρίς να τον κοιτάζεις και να ονειροβατείς, χωρίς να έχεις κάτι να προσμένεις ακόμα κι αν η ανυπόμονη απελπισία σου σε σκουντάει με πείσμα λέγοντάς σου πως ιδρώνεις μάταια.
Μπορεί ο έρωτας να μην είναι αστείος, έχει όμως σίγουρα πλάκα· άλλωστε είναι η μόνη δύναμη στον κόσμο που έτσι αντιφατικά και παράλογα σε κάνει να βρίσκεις τον εαυτό σου ακριβώς στο σημείο που τον έχασες.
Και ναι, αξίζει αυτός ο παραλογισμός την αγωνία όλου του κόσμου. Επειδή δεν υπάρχει ωραιότερο συναίσθημα από αυτό που νιώθεις όταν ψάχνεις τον άνθρωπο που θες μέσα στο πλήθος κι όταν τον βρίσκεις αντιλαμβάνεσαι πως εκείνος σε κοιτάζει ήδη.
Επιμέλεια Κειμένου Φρόσως Μαγκαφοπούλου: Πωλίνα Πανέρη