Δεν περνάνε όλα, η αλήθεια να λέγεται. Αν όντως περνούσαν, δε θα μορφάζαμε αγγίζοντας παλιές ουλές, δε θα υπήρχαν τραγούδια που χτυπάνε νεύρο στο άκουσμα και μόνο της μελωδίας τους, ούτε θα σφυροκόπαγε η καρδιά μας λόγω τυχαίων συναντήσεων. Οι πόνοι θα είχαν ημερομηνία λήξης κι οι άνθρωποι θα μάθαιναν να κάνουν υπομονή, καθώς θα γνώριζαν πως η προσμονή τους είχε τέλος και η ευτυχία τους χρονοδιάγραμμα. Όχι, δε γιατρεύονται όλες οι πληγές, ακόμα κι αν σταματάνε να πονάνε.

Θέλεις από συνήθεια; Θέλεις από εκείνο το αρχέγονο ένστικτο αυτοσυντήρησης που όλοι λίγο-πολύ τρέφουμε, οι άνθρωποι συνηθίζουν στον πόνο, τον κάνουνε κτήμα τους, τον αγκαλιάζουν και σιγά-σιγά τον αγαπάνε, έτσι μαρτυρικά κι άθελα. Τον νιώθουν, του δίνουν τον χρόνο και το χώρο που τόσο επιτακτικά απαιτεί, και τον οπλίζουν με το δικαίωμα να τους πλάθει όπως εκείνος νομίζει. Καμιά φορά τον συνηθίζουν τόσο, ώστε εκείνος καταφέρνει να τους μουδιάζει και να μην πονάει πια.

Πολλά δε σου είπα όταν έφυγες και σου είπα άλλα τόσα που δεν εννοούσα. Έτσι είναι καμιά φορά οι άνθρωποι, το ξέρεις· λένε τα μεγαλύτερα «φύγε» σ’ εκείνους που θέλουν να μείνουν περισσότερο. Θέλεις για να τους δοκιμάσουν; Θέλεις για να μετρήσουν τον απόηχο των σ’ αγαπώ τους; Ίσως δεν ξέρουν και οι ίδιοι και το πιθανότερο είναι πως δε θα μάθουν και ποτέ. Ίσως να μην τους νοιάζει καν. Ούτε εμένα με νοιάζει πια.

Ξεθωριάζει ο πόνος, μην ανησυχείς. Όχι η αγάπη βέβαια, μόνο ο πόνος που σου δυσκολεύει τη ζωή. Αλλά κάτι είναι κι αυτό. Είναι η ανθρώπινη ψυχή που από το πουθενά βρίσκει δύναμη και φροντίζει να πετά από πάνω της συνήθειες, πράγματα κι αναμνήσεις για να μπορεί να προχωρήσει μπροστά ανεμπόδιστα. Καμιά φορά γυρνάει το κεφάλι της να κοιτάξει πίσω, άλλες φορές στα μισά του δρόμου μετανιώνει κι επαιτικά μαζεύει τα απομεινάρια της από δεξιά κι αριστερά, ενώ άλλοτε έχει τα κότσια να τους βάλει και φωτιά για να σβήσει κάθε πιθανότητα πισωγυρίσματος.

Και ξέρεις ποιο είναι το αστείο; Πως καμιά φορά ο πόνος, όσο σαδιστικά κι αν σου υπογραμμίζει την παρουσία του, σε κάνει να συνειδητοποιείς πως αν μπορούσες να γυρίσεις τον χρόνο πίσω θα έκανες τα ίδια λάθη. Επειδή δεν υπάρχει νόημα να φοβάσαι μη χάσεις έναν άνθρωπο που δεν τρέμει στην προοπτική να μην ξυπνάει στην αγκαλιά σου, ούτε να μην παίρνεις το ρίσκο να μπουρλοτιάσεις ένα φαινομενικά στρωτό μέλλον από φόβο μην επιβεβαιώσεις την οποιαδήποτε αυτοπροφητεία σου.

Έτσι κι αλλιώς, αν ήθελες να μείνεις θα το ένιωθα. Θα με έπιανες από τη μέση, θα μ’ έσφιγγες, θα μου έλεγες πως παραφέρομαι και θα με αγκάλιαζες για να μη δραπετεύσω. Θα με έπειθες τέλος πάντων πως κάνω λάθος. Όταν όμως οι άνθρωποι φεύγουν σαν να μην το έχουν για τίποτα σπουδαίο, μάλλον έτσι το λόγιζαν στο μυαλό τους από καιρό. Δηλαδή, μπορεί και να μην ήταν τίποτα σπουδαίο στην τελική. Για σένα, όχι για μένα. Αφού λοιπόν εσύ δεν έτρεμες, γιατί εγώ να φοβηθώ μη σε χάσω;

Μην ανησυχείς, την καρδιά σου άκουσες θέλω να πιστεύω, κι εγώ το σεβάστηκα. Κι αν λίγο σε φόβισα με τα λόγια μου, ούτε στιγμή δε σου κράτησα κακία. Όλα σου τα συγχώρησα, όλα ένα-ένα. Και τη δειλία σου και την αδιαφορία σου και τα «δεν ξέρω» σου και που τόσο καιρό μετά δε μου παραδέχτηκες με λόγια πως η απόφασή σου ήταν λάθος μα αρκέστηκες σε λιγόψυχα βλέμματα και υπαινιγμούς. Σου συγχώρησα ακόμα και το γεγονός πως τόλμησες να μοιράσεις το φταίξιμο στα δύο.

Αλήθεια σε συγχώρησα και σ’ ευχαριστώ κάθε μέρα για όλα όσα άθελά σου μου προσέφερες· που μου έμαθες πως δεν παίρνουν όλοι αυτό που τους αξίζει, πως η αγάπη δεν έχει πάντα τη δύναμη να σπάει μαθημένες λογικές και πως δεν έχουν όλες οι μάχες νικητή. Γιατί είναι πικρή χαρά να σου διδάσκει τόσο βαρύγδουπα μαθήματα ζωής ο άνθρωπος που κάποτε σε έπειθε για το αντίθετο χωρίς να χρειαστεί να μιλήσει.

Όλα σου τα συγχώρησα, αλήθεια. Όλα, εκτός από ένα: Που εξαιτίας σου μίσησα την αγάπη.

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου