Πριν σου πω οτιδήποτε, θέλω να τονίσω πως το πιστεύω πολύ εκείνο το «απλά δε σε γουστάρει» που είπε ο Mr.Big στη Μιράντα του “Sex and the City”, όταν εκείνη αναρωτιόταν όλο πάθος γιατί δεν της τηλεφώνησε ποτέ τελικά εκείνος ο τύπος. Το πιστεύω, που λες, τόσο πολύ που καταντάει σιχαμερά κυνικό. Σε περίπτωση που έρθει, δηλαδή, κάποιος να μου παραθέσει τα ερωτικά ή σχεσιακά του προβλήματα, η φράση αυτή είναι το πρώτο πράγμα που αναβοσβήνει στο κεφάλι μου, πριν καν μπω στον κόπο να εξετάσω οποιαδήποτε άλλη παράμετρο. Και το λέω, δεν είναι ότι δεν το λέω, κρατιέμαι νομίζεις; Άλλωστε, στο μυαλό μου πάντα, οποιοδήποτε μισό θεωρείται τίποτα, άρα κάθε μισοέρωτας ή μισοενδιαφέρον ισούται με μηδέν.
Νιχιλιστικό, θα μου πεις, κι ίσως έχεις δίκιο, αλλά αν δε μιλάμε για απόλυτα στον έρωτα, τότε δεν έχουμε δικαίωμα να μιλάμε για απόλυτα σε κανέναν άλλον τομέα. Όλα πολύ, λοιπόν, αλλιώς να βάζεις το καπέλο σου και να φεύγεις καμαρωτός, πριν σε τσακίσουν οι αμφιβολίες και τα «γιατί» εξαιτίας ενός ανθρώπου που από όλα τα σημεία του σώματός σου επέλεξε να παίξει με το πιο ευπαθές, την καρδιά σου.
Με αυτήν τη λογική, λοιπόν, θεωρώ πως ένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται πραγματικά οφείλει να κάνει την πρώτη κίνηση. Και τη δεύτερη. Και την εικοστή δεύτερη. Οφείλει να κάνει κινήσεις για όσο αντέχει, αρκεί να βλέπει κι ανταπόκριση, έστω και μικρή. Κι η άλλη πλευρά, με τη σειρά της, αν ενδιαφέρεται, οφείλει να φροντίζει να ανταποκρίνεται, να δείχνει ότι ο άλλος έχει λόγο να συνεχίσει να προσπαθεί, να προσπαθεί κι αυτή μέχρι τα δύσκολα να μοιάσουν κάπως εύκολα, καθώς κανένας δεν είπε πως οι ανθρώπινες σχέσεις, ως κομμάτι της καθημερινότητας, μπορούν να θεωρηθούν έστω κι ελάχιστα βατές.
Για να μεταφράσουμε όλα τα παραπάνω σε σημερινά δεδομένα, θέλω να καταλήξω ότι αυτός που ενδιαφέρεται, στέλνει. Δεν υπολογίζει ούτε κατάλληλη ώρα ούτε περιστάσεις, δεν τον ενδιαφέρει καν τι θα πει ή τι θα του απαντήσουν, απλά στέλνει, δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, ούτε καν στα χέρια του άλλου. Θέλει θάρρος, δε λέω, θέλει ακόμα και θράσος, αλλά αυτή είναι κι η νοστιμιά του όλου εγχειρήματος, η τόλμη. Επειδή, όταν αισθάνεσαι πράγματα για έναν άλλο άνθρωπο, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να σε σταματήσει απ’ το να τον διεκδικήσεις, σωστά;
Πολύ σωστά, θα έλεγα κι εγώ πριν κάνω εκείνη τη συζήτηση με την Άννα· η Άννα είναι μία κοπέλα υπέροχη, έξω καρδιά, που ο καθένας θα ήθελε να ‘χει δίπλα του, καθώς είναι όμορφη, ευαίσθητη, έχει χιούμορ, είναι ερωτεύσιμη, γενικά τα ‘χει όλα. Πίναμε, λοιπόν, τον καφέ μας και, μεταξύ όλων των άλλων, μου εκμυστηρεύτηκε πως τελευταία δεν έχει πολλή διάθεση, καθώς ο άνθρωπος με τον οποίο είναι κολλημένη εδώ και μερικούς μήνες έχει να της στείλει τρεις μέρες τώρα κι αυτή στεναχωριέται.
«Δηλαδή, πριν σου έστελνε κάθε μέρα;»
«Αν όχι κάθε μέρα, τότε σίγουρα μέρα παρά μέρα. Και τώρα έχουν περάσει τρεις.»
«Και γιατί δε στέλνεις εσύ κάτι;», ρώτησα κι εγώ εύλογα, ως εξωτερικός παρατηρητής, και στο σημείο αυτό η Άννα γούρλωσε.
«Τρελάθηκες; Να στείλω να πω τι; Κι αν ξενέρωσε από κάτι που δεν κατάλαβα πως έκανα; Κι αν βρήκε άλλη και τον φέρω σε δύσκολη θέση; Κι αν δε μου απαντήσει καν; Όχι, καλά κάνω και δε στέλνω, άλλωστε αν ενδιαφερόταν πραγματικά, δε θα το άφηνε έτσι.»
Γούρλωσα, που λες, κι εγώ μπροστά στο πόσο ανασφαλής μπορεί να γίνει ένας ερωτοχτυπημένος, πόσο παράλογα μπορεί να σκέφτεται κι, ακόμα χειρότερα, έφερα στο μυαλό τα δικά μου χάλια, που όσο πιο πολύ μου αρέσει κάποιος άνθρωπος, τόσο πιο παρανοϊκά σκέφτομαι, και τελικά την δικαιολόγησα, καθώς θυμήθηκα όλες εκείνες τις φορές που κάποιος που μου άρεσε δραματικά μου έστελνε δέκα κι εγώ μία (κι αυτή η μία μετά από τέσσερις μέρες σκέψη και 327 γράψε-σβήσε, μη φανταστείς), ενώ κατουριόμουν από χαρά κάθε φορά που έβλεπα το όνομά του στις ειδοποιήσεις μου, χαϊδεύοντας τον εγωισμό μου κι επιβεβαιώνοντας οποιαδήποτε ανασφάλειά μου.
Επειδή υπάρχουν κι αυτοί οι άνθρωποι· εκείνοι που θέλουν σαν τρελοί να σου μιλήσουν, αλλά δε στέλνουν από φόβο μήπως γίνουν ενοχλητικοί, μήπως σε φέρουν σε δύσκολη θέση, μήπως σου στερήσουν το δικαίωμα να αλλάξεις γνώμη και να φύγεις, ή απλά επειδή η καψούρα τους κάνει ηλίθιους σε βαθμό αηδίας.
Συνήθως, είναι άνθρωποι που έχουν πέσει θύματα συναισθηματικής εκμετάλλευσης στο παρελθόν, άνθρωποι που πληγώθηκαν αρκετά ή άτομα που δεν αντέχουν άλλα διπλά μηνύματα, που περνάνε τις καταστάσεις από τριπλό φιλτράρισμα, οπότε επιλέγουν να τα βλέπουν όλα άσπρο-μαύρο, για να ‘χουν το κεφάλι τους ήσυχο. Κάποιες φορές είναι κι απλώς κακομαθημένα παιδιά, σαν εκείνα τα μαγκούφικα στα νήπια, που μπορεί να πέθαιναν να παίξουν μαζί σου, αλλά αν δεν πήγαινες εσύ να τα προσκαλέσεις στην παρέα σου, ήταν ικανά να παίζουν μόνα τους με ύφος «ούτε που με νοιάζει» μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς. Εγωιστές και ψωροπερήφανοι με λίγα λόγια, αλλά αγάπα τον άλλον με τα ελλατώματά του, λένε, κι αυτό είναι στοιχείο χαρακτήρα που δεν αλλάζει, οπότε μην κρίνεις για να μην κριθείς, καθώς κι εσύ έχεις, φαντάζομαι, στον χαρακτήρα σου κάποια στραβά που δεν ισιώνουν ούτε με τάμα στην Εκατονταπυλιανή.
Αυτό εννοείται πως δεν τους κάνει ανάξιους να αγαπηθούνε, ούτε μπορείς να τους κατηγορήσεις για ατολμία, με την ίδια λογική που δεν μπορείς να κατηγορήσεις έναν άνθρωπο που αρνείται πεισματικά να ανέβει στο πιο επικίνδυνο roller-coaster ενός λούνα παρκ, ακόμα κι αν γνωρίζει πως οι πιθανότητες να τραυματιστεί ή να πεθάνει από αυτό είναι ελάχιστες, ως και μηδαμινές. Κι αν σκεφτείς πως στον έρωτα συνήθως ισχύει το αντίθετο, τότε ίσως αναθεωρήσεις όπως έκανα εγώ με τη βοήθεια της Άννας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη