Όσον αφορά την έκφραση συναισθημάτων κι άλλες τέτοιες μαγγανείες, υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων· απ’ τη μία εκείνοι που ξεστομίζουν το σ’ αγαπώ μόλις το νιώσουν, λες κι είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο (που είναι) κι απ’ την άλλη οι λεγόμενοι συναισθηματικά σφιχτοκώληδες που δεν τους παίρνεις σ’ αγαπώ απ’ το στόμα που να χτυπιέσαι κάτω σαν το ψάρι και να βγάζεις αφρούς.
Οι πρώτοι είναι εύκολη περίπτωση, δε θα σε ταλαιπωρήσουν, να τους επιλέγεις αν δεν έχεις καιρό και νεύρα για πέταμα. Είναι γλυκούληδες, αγκαλιάζουν πολύ, είναι συγκεκριμένοι, θα είναι πάντα για σένα ανοιχτά βιβλία. Δε θα σου κρύψουν πως θύμωσαν, δε θα κρατήσουν τα δάκρυά τους αν τους πλήγωσες και θα σε γεμίσουν με φιλιά και χορταστικά «σ’ αγαπάω» μέχρι που να σκάσεις και να ξεράσεις πεταλούδες.
Ενώ οι άλλοι; Άσε τους άλλους, είναι καμένα χαρτιά, πού ν’ ασχοληθείς; Βασικά όχι, καμένα χαρτιά δεν τους λες, ίσως να τους χαρακτήριζες καλύτερα λίγο συναισθηματικά άμπαλους, λίγο απροσάρμοστους, λίγο βλαμμένους, αλλά όχι, κακοί δεν είναι. Επειδή σε αγαπάνε κι ας μη σου το λένε· είναι εκεί, δεν το κουνάνε ρούπι απ’ τη ζωή σου, απλά από λόξα δε θέλουν να το παραδεχτούν, τουλάχιστον όχι με λόγια, λες και τους κούρασε η πολυχρησία των λέξεων.
Θα σου δώσουν όμως να το καταλάβεις με χίλιους δύο τρόπους, όρεξη να έχεις κι υπομονή. Έχουν ζωηρή φαντασία που καλύπτει το κενό τους, δε θα βαρεθείς ποτέ ακόμα κι αν σπάσουν τα νεύρα σου απ’ την αναμονή. Τα δικά τους σ’ αγαπώ δεν είναι φτιαγμένα από λέξεις, είναι φτιαγμένα από βλέμματα, χάδια και φροντίδα, πολλή φροντίδα, μασίφ και σχεδόν μαμαδίστικη κι από μια διαρκή αγωνία να μη σε απογοητεύσουν.
Μπορεί να είναι η σχέση σου, ο έρωτας της ζωής σου, το παιδί σου, η κολλητή σου, μπορεί να είμαι εγώ κι εσύ ή οποιοσδήποτε άνθρωπος ζεις κι αγαπάς. Είναι εκείνα τα άτομα που φροντίζουν να μη σε πληγώσουν ακόμα κι αν έτσι πληγώνουν τους εαυτούς τους κρατώντας μέσα τους λόγια και παράπονα που θεωρούν περιττά. Είναι εκείνοι που σε έχουν στο μυαλό τους μέρα-νύχτα, που νοιάζονται αν έφαγες, αν κρυώνεις, αν σου λείπει κάτι, από προφιτερόλ μέχρι παρηγοριά. Είναι οι άνθρωποι που είναι εκεί, τελεία.
Ξέρω, μπορεί να σε πειράζει, να σκας, να θέλεις κι εσύ σαν άνθρωπος να σε νταντέψουν με καμιά λέξη παραπάνω κι αυτό το ρημάδι το «σ’ αγαπώ» πόση δύναμη μπορεί να χαρίσει στο άκουσμά του, πόσο ζεσταίνει ψυχές και μαλακώνει πόνους; Αλλά όχι, εκείνοι τα δικά τους, χαΐρι δε θα βρεις· το πολύ-πολύ ν’ ακούσεις ένα «κι εγώ» κι αυτό μέσα απ’ τα δόντια, λες και στοίχημα το έβαλαν να σου δυσκολέψουν τη ζωή. Μόνο που αυτό το «κι εγώ» θα συνοδεύεται από μια αγκαλιά που θα τα λέει όλα κι αυτό πρέπει να σου είναι αρκετό.
Μην προσπαθήσεις να εξηγήσεις γιατί το κάνουν αυτό, ίσως δεν ξέρουν κι οι ίδιοι. Μπορεί να θέλουν και να μην μπορούν, μπορεί να θεωρούν περιττό να σου υπογραμμίσουν το σ’ αγαπώ με λόγια όταν οι πράξεις τους το φωνάζουν με ντουντούκα, μπορεί απλά το γεγονός πως έχουν μάθει ν’ αγαπάνε διαφορετικά από σένα να μην το θεωρούν καταδικαστέο –όπως εσύ– ώστε να χρειαστεί να απολογηθούν γι’ αυτό.
Κι αν θέλεις να το πάμε κι ένα βήμα παραπάνω, ίσως ρε παιδί μου να ‘χουν σιχαθεί λιγάκι το γεγονός πως οι άνθρωποι πιπιλάνε το ρήμα «αγαπώ» με περισσότερη ευκολία απ’ όση το νιώθουν, γι’ αυτό κι απέχουν συνειδητά. Οπότε, αντί να τους κατηγορείς για μια αδυναμία που δεν επέλεξαν, κάνε έναν κόπο να δεις λίγο καλύτερα στην ψυχή τους.
Επειδή κι εκείνοι πασχίζουν ν’ αντισταθμίσουν την αδυναμία τους με κάθε πιθανό τρόπο. Κι ελπίζουν· ελπίζουν να γίνουν έστω κι έμμεσα κατανοητοί επειδή φοβούνται μη σε χάσουν. Να καταλάβεις πως πίσω από κάθε «καληνύχτα», «να προσέχεις», «πάρε με τηλέφωνο μόλις φτάσεις» και «σκεπάσου» κρύβεται αυτό το τεράστιο «σ’ αγαπώ» που τους έχει πιάσει απ’ το λαιμό και δεν τους αφήνει να ησυχάσουν. Ένα «σ’ αγαπώ» τόσο μεστό που αποφάσισαν πως δεν μπορούν να το χωρέσουν πια δύο απλές, πολυφορεμένες λέξεις.
Επιμέλεια Κειμένου Φρόσως Μαγκαφοπούλου: Πωλίνα Πανέρη