Το θυμάμαι εκείνο το πρωινό· το ξυπνητήρι έκανε τη δουλειά του όπως κάθε μέρα την ίδια ώρα, 06:45 π.μ. Βέβαια -ως συνήθως- είχα ήδη ξυπνήσει δυο-τρεις φορές κατά τη διάρκεια της νύχτας για να τσεκάρω μήπως είχε χτυπήσει χωρίς να το ακούσω. Αν σκεφτείς κιόλας πως είχα πέσει για ύπνο στις 02:30, επειδή εκείνη την ώρα κατάφερα να σταματήσω να τρέχω, τότε καλύτερα να μην κοιμόμουν θα έλεγε κανείς και θα είχε και δίκιο. Ξυπνάω, που λες, -τι ξυπνάω δηλαδή;- ανοίγω τα μάτια μου, κοιτάζω το ταβάνι και σκέφτομαι πως έχω ήδη κουραστεί για ολόκληρη την υπόλοιπη εβδομάδα κι ας είναι ακόμα Τρίτη. Τον προηγούμενο μήνα τα ίδια, την προηγούμενη εβδομάδα τα ίδια, εκείνη την ημέρα όμως τα πράγματα έμοιαζαν διαφορετικά. Είχε πάει 07:30 κι εγώ ακόμα πάλευα να σηκώσω τα 55 μου κιλά από το στρώμα, λες κι έγιναν ξαφνικά 200. Ήταν η στιγμή που κατάλαβα πως έχουμε πρόβλημα.
Είναι τρομακτικό να μην μπορείς να σηκώσεις το σώμα σου κι αν δεν το ζήσεις δεν μπορείς να το καταλάβεις. Και είναι ακόμα πιο τρομακτικός ο τρόπος που εσύ ο ίδιος υπονομεύεις το βαθμό της κούρασής σου, σιγοντάροντας όλους εκείνους που σε βλέπουν και σε χαίρονται κιόλας που «τα καταφέρνεις όλα». Μέρα με τη μέρα, λοιπόν, λες στον εαυτό σου πως είσαι απλώς κουρασμένος, πως είναι μια φάση που θα περάσει. Σου λες να μη ανησυχείς, αφού άλλοι δεν έχουν δουλειά, ενώ εσύ έχεις στόχους να προλάβεις και άρα δεν έχεις δικαίωμα να παραπονιέσαι. Είσαι εργασιομανής, είσαι νέος, δεν είναι κάτι, εσύ αντέχεις, εσύ μπορείς, εσύ θα τα καταφέρεις, εσύ «δεν έχεις ανάγκη». «Θα έρθουν τα Χριστούγεννα», «θα έρθει το Πάσχα», «θα έρθει το καλοκαίρι, κοντά είναι», θα ξεκουραστείς τότε, τώρα τρέχα λίγο ακόμα, πρέπει να έχεις καθαρό σπίτι, πρέπει να είσαι καλός φίλος, πρέπει να είσαι σωστό βλαστάρι των γονιών σου, να βγαίνεις, να μην κάνεις λάθη στη δουλειά σου γιατί χτίζεις όνομα, να μιλάς όμορφα, να γυμνάζεσαι, να τρως σωστά κι ας καταπίνεις το φαγητό σου σε ολόκληρα κομμάτια στο πόδ, ή την ώρα που οδηγάς, δεν πειράζει, θα το μασήσεις το βράδυ σαν τα μηρυκαστικά, θα φας, τέλος πάντων, σε τραπέζι τα Χριστούγεννα, τρέξε μέχρι τότε λίγο ακόμα.
Ξέρεις, είναι περίεργο πόσο εύκολα χρησιμοποιούν τον όρο «υπερκόπωση» οι άνθρωποι που έχουν απλώς κουρασμένο σώμα, όπως ακριβώς κάνουν κατάχρηση του όρου «κατάθλιψη» οι άνθρωποι που βιώνουν μια απλή κι ανθρώπινη περίοδο θλίψης. Αντίθετα, εκείνοι που παθαίνουν όντως υπερκόπωση -ή αντίστοιχα πάσχουν από κατάθλιψη (κάποιες φορές συμβαίνει συνδυασμός των δύο)- ζουν λες και ντρέπονται να παραδεχτούν το ζόρι τους, λες και το θεωρούν κάποιου είδους ήττα που δε θέλουν να μαρτυρήσουν ούτε στον εαυτό τους, μήπως και γκρεμίσουν την περσόνα του «μα πώς τα προλαβαίνεις όλα», που έχουν χτίσει οι άλλοι γι’ αυτούς ερήμην τους. Οπότε συνεχίζουν να τρέχουν ή να γελούν εκπληρώνοντας ξένες προσδοκίες, άβουλα θύματα της τελειομανίας τους, μέχρι να τους βάλει τρικλοποδιά η ζωή ή να τους δείξει ποιος γελάει τελευταίος.
Πώς ξεχωρίζει κάποιος, λοιπόν, την απλή κούραση από την υπερκόπωση; Τα πράγματα είναι (σχεδόν) απλά· η υπερκόπωση δεν είναι απλή σωματική εξάντληση -καλά θα ήταν- είναι και πνευματική. Σε κάνει πρακτικά χαζό στις καθημερινές σου δραστηριότητες, δε συγκεντρώνεσαι, ξεχνάς, μπορεί να χάσεις τον προσανατολισμό σου προς στιγμήν. Στην αρχή είναι αστείο μέχρι τη στιγμή που θα σε πιάσουν κλάματα στα ξαφνικά και τότε δε θα είναι πια. Κοιμάσαι ακατάστατα ή και καθόλου, το φαγητό γίνεται πλέον καύσιμο και δεν αποτελεί απόλαυση, καθώς σου φέρνει αναγούλα, όπως και κάθε έντονη μυρωδιά. Εκτός κι αν το αναγάγεις στη μοναδική ηδονή που μπορεί να απολαύσει το σώμα σου, καθώς η λίμπιντο σου έχει πιάσει από καιρό πάτο και οι έξοδοι μοιάζουν σιγά-σιγά extreme sport, οπότε τρως μπροστά στην τηλεόραση σαν να μην υπάρχει αύριο και κάνεις κέφι, άλλωστε ποιον πειράζεις;
Γίνεσαι ευερέθιστος, κακότροπος, δε φροντίζεις την εμφάνισή σου όπως πριν -πού καιρός για τέτοια; Φοράς, λοιπόν, τέσσερις μέρες σερί το ίδιο μαύρο τζιν -έλα μωρέ σιγά, ποιος θα το προσέξει;-, ισχυρίζεσαι πως θα φροντίσεις τον εαυτό σου λίγο παραπάνω το Σαββατοκύριακο, κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και βλέπεις την ασχήμια σε όλο της το μεγαλείο. Και σε αυτό το σημείο -δε θα σου χρυσώσω το χάπι- θέλω να σου πω πως όντως μοιάζεις λίγο πιο άσχημος, καθώς όλο αυτό το άγχος, η αϋπνία, η αίσθηση του ανικανοποίητου και η διαρκής αυτοαμφισβήτηση βγαίνουν χωρίς να το θέλεις στα μούτρα σου και σε αγριεύουν.
Και το σώμα σου; Αυτό να δεις πώς παραπονιέται. Αποκτάς μυϊκούς πόνους χωρίς να ξέρεις γιατί και πώς, ημικρανίες, ταχυπαλμίες, σε πιάνουν κλάματα, γιατί διαρκώς νομίζεις πως κάτι έχεις, αλλά όλοι οι γιατροί σου λένε το ίδιο, πως χρειάζεσαι ξεκούραση. Αν βγαίνει σε χάπι να το πάρεις αυτό το -πώς το λένε;- «ξεκούραση», αν είναι όμως αυτό που πρέπει να κοιμάσαι ένα οχτάωρο τη μέρα, να απολαμβάνεις τον καφέ σου το πρωί παρέα με το αγαπημένο σου βιβλίο και να βλέπεις τους φίλους σου όποτε το έχεις ανάγκη, τότε μπορεί να περιμένει μέχρι τα Χριστούγεννα γιατρέ, ή το καλοκαίρι, αυτό ή του 2023, ε δεν είναι και μακριά εδώ που τα λέμε. Τώρα οι δουλειές και οι υποχρεώσεις τρέχουν και τρέχεις κι εσύ τώρα που μπορείς, έτσι δεν είναι;
Έχει πάτο το πηγάδι; Ναι, έχει, για να σε καθησυχάσω. Όχι, αυτό που ζεις, αν όντως είναι υπερκόπωση δε θα περάσει με μια εβδομάδα διακοπών, ούτε με δύο, ούτε με τρεις, έτσι θα περάσει η απλή κούραση. Αν πάσχεις από υπερκόπωση το πιθανότερο είναι πως αν επιχειρήσεις να χαλαρώσεις έτσι στα καλά καθούμενα, εκείνες τις μέρες το σώμα σου βγαίνοντας από τη ρουτίνα του τρεξίματος και της διαρκούς τοξικής του τσίτας, δε θα ξέρει τι να την κάνει την τόση άκυρη ηρεμία και θα σε τιμωρήσει με πυρετούς, πονοκεφάλους, αδυναμίες, πόνους ή χειμερία νάρκη -κάτι τέλος πάντων για να τσεκάρει αν όντως είσαι εσύ ή σε κυρίευσε κανένας Βελζεβούλης, καθώς δεν μπορεί, για να ξαπλώνεις τόσο κάτι περίεργο θα παίζει. Η υπερκόπωση γιατρεύεται με σχέδιο, με ειδική διατροφή, με συμπληρώματα, ίσως και με φάρμακα που θα σου υποδείξει ο παθολόγος, θέλει επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων σου και θέλει επίσης αγάπη και κατανόηση τόσο από τους γύρω σου όσο κι από εσένα προς εσένα. Κυρίως από εσένα προς εσένα.
Αναρωτιέσαι αν τελικά έβαλα μυαλό από εκείνο το πρωινό, στις 06:45 π.μ, που δεν μπορούσα να σηκώσω το σώμα μου από το κρεβάτι; Πολύ θα ήθελα να σου πω «ναι», να σου πω πως συνήλθα στο τσακ-μπαμ, να σου κουνήσω λίγο το δάχτυλο και να σου πω πως ήταν εύκολο, να το κάνεις κι εσύ· αλλά καμία σχέση. Έμαθα όμως λιγάκι να ακούω το σώμα μου όταν βαράει καμπανάκια και να κάνω διαλείμματα. Να επιτρέπω στον εαυτό μου να κοιμάται τα σαββατοκύριακα όσο γουστάρει κι ας συνεχίζουν να τρέχουν οι δουλειές, κι ας θα μπορούσα εκείνη την ώρα να βγάζω παραπάνω χρήματα, να παίρνω ένα ακόμα πτυχίο ή να βλέπω τους φίλους μου που τόσο μου λείπουν. Δεν πειράζει, εκείνη είναι η ώρα μου και του δίνω να καταλάβει στο χουζούρι για να αντέχω τα τετράωρα που κοιμάμαι τις καθημερινές. Έμαθα πως δεν πειράζει να μην είμαι η καλύτερη σε όλα, πως η ζωή δεν είναι διαγωνισμός, πως «εγώ» είμαι «εγώ» κι έχω δικαίωμα να τα παρατάω πού και πού (ok, όχι και πολύ συχνά όμως, because mamma didn’t raise a quitter), πως οι άνθρωποί μου με αγαπάνε όσο σπαστική κι αν γίνομαι ώρες-ώρες -κι αν δεν με αγαπάνε στο καλό και να μας γράφουν καθώς μάλλον δεν είναι άνθρωποί μου-, πως δεν έχω να αποδείξω τίποτα σε κανέναν -ούτε καν στον εαυτό μου-, καθώς, όπως πικρά συνειδητοποίησα, αυτός ήταν εκείνος που τόσο καιρό κρατούσε το μεγαλύτερο μαστίγιο.
Τώρα που σου γράφω είναι Κυριακή· σήμερα κοιμήθηκα περίπου εννιά ώρες. Δεν άγγιξα κανένα από τα δεκάδες χαρτιά που με περιμένουν πάνω στο γραφείο, δεν ξεφύλλισα καν την ατζέντα μου, δε φρόντισα να είμαι στην ώρα μου για το οικογενειακό μεσημεριανό. Σήμερα είναι Κυριακή, ημέρα για ύπνο, εξόδους, τεμπέλιασμα, αγκαλιές και φίλους. Έμαθα να λέω πως «σήμερα είναι Κυριακή», βλέπεις; Το λες και νίκη.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.