Ακούω συχνά κόσμο να παραπονιέται, να βαρυγκωμεί και να απελπίζεται. Κοινή συνισταμένη όλων; Το γεγονός ότι δε ζουν τη ζωή τους όπως θα ήθελαν να τη ζουν. Δε βγάζω την ουρά μου απ’ έξω, τα ίδια κάνω κι εγώ. Και «ουφ» από εδώ, και «ουφ» από εκεί, και «πάλι δουλειά» κι «έλεος», και «άντε πότε θα έρθει καμιά αργία να μη σας βλέπω μπροστά μου» και «γιατί να μην έχω λίγο χρόνο παραπάνω» κι «όχι πάλι φασολάκια ρε μαμά» και «γιατί να μην μπορώ να πάω ένα διμηνάκι στις Μαλδίβες γι’ αλλαγή» κι άλλα τέτοια εικονογραφημένα. Μου αρέσει η ζωή που ζω; Και ναι και όχι. Κυρίως όχι. Αλλά και πολλές φορές ναι.

Τι θέλω να πω· οι άνθρωποι έχουμε την τάση να είμαστε μη ευχαριστημένοι, σχεδόν αχάριστοι, πώς να το εξηγήσω. Θέλουμε πέντε και μόλις έχουμε πέντε θέλουμε δέκα, κι όταν έχουμε δέκα σκεφτόμαστε πως αν είχαμε δεκαπέντε θα ήμασταν τέλεια κι αν μας τα φέρει έτσι η ζωή και πάρουμε δεκαπέντε στο χέρι, κοιτάζουμε εκείνους που έχουνε είκοσι και θεωρούμε τα δικά μας λίγα, χωρίς να σκεφτόμαστε πως υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν ούτε πέντε, χωρίς να μας λέμε ένα «μπράβο» που από τα πέντε πήγαμε στα δεκαπέντε και κυρίως χωρίς να περνάει από το μυαλό μας πως εκείνοι που έχουν είκοσι σκέφτονται τα ίδια για εκείνους που έχουν τριάντα.

Τι σημαίνει αυτό; Ας δούμε ένα παράδειγμα βγαλμένο από τη ζωή, επειδή «όλα βγαλμένα από τη ζωή είναι» όπως λέει και η γιαγιά μου η Πολυξένη. Έχω μια φίλη που ταξιδεύει πολύ, κι όταν λέω πολύ εννοώ σαν τον Ευτύχη Μπλέτσα. Η φίλη μου αυτή είναι έξυπνη, όμορφη, έχει μία πολύ καλή δουλειά, τα έχει καταφέρει όλα στη ζωή της χωρίς καμία βοήθεια, δεν ξοδεύει ούτε σε λούσα, ούτε σε φραμπαλάδες, έχει μόνο ένα πάθος (και ταλέντο) να εντοπίζει αργίες και τριήμερα έγκαιρα και να κλείνει ταξίδια, με μια οργανωτικότητα που θα ζηλεύω κολασμένα μέχρι να πεθάνω.

Ε, λοιπόν, η φίλη μου αυτή έχει ταξιδέψει σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της Ευρώπης, έχει πάει και Ρωσία, και Ντουμπάι, και Ινδία, και Νέα Υόρκη κι ας μην πιάσουμε την Ελλάδα, που την έχει γυρίσει σχεδόν όλη. Εγώ από την άλλη έχω ταξιδέψει ελάχιστα στο εξωτερικό, όχι επειδή δε θέλω, αλλά κυρίως επειδή μου αρέσουν τα λούσα, οι φραμπαλάδες και κυρίως επειδή σιχαίνομαι να οργανώνω ταξίδια. Την Ελλάδα βέβαια την έχω γυρίσει αρκετά, οπότε πάλι καλά να λέω. Η φίλη μου αυτή από τη μεριά της, θεωρεί πως ναι μεν έχει ταξιδέψει, αλλά ok, δεν έχει πάει ακόμα ούτε Αφρική, ούτε Ιαπωνία, ούτε Λατινική Αμερική όπως τόσοι άλλοι, άρα «σιγά μωρέ» λέει. Δεν έχει πάει ούτε στο διάστημα, συμπληρώνω εγώ, που όταν την ακούω να μιλάει της λέω πως στάζει προκλητικότητα και πως πρέπει να σκάσει γιατί υπάρχουμε κι εμείς που αν είχαμε κάνει τα μισά από όσα έχει κάνει θα ήμασταν οι πιο γεμάτοι άνθρωποι στον κόσμο.

Σε κάποια άλλη φάση, που λες, έτυχε να είμαι σε ένα τραπέζι με μια διαφορετική παρέα, με την οποία συζητούσαμε περί ιδανικών προορισμών για διακοπές. Άκουσα αρκετές απόψεις, πήρα φόρα κι εγώ κι άρχισα να λέω για αυτό το νησί και για το άλλο, για Κρήτη, και Κυκλάδες, κι Επτάνησα, και Δωδεκάνησα, και Νησιά Ανατολικού Αιγαίου, κι «εκεί είναι τέλεια», «παρακεί έχει το πιο νόστιμο φαγητό που έχω φάει ποτέ», και «παραπέρα δε λέει και πολλά αν δεν είσαι του camping» και τέτοια. Και μου λέει ένας από την παρέα «καλά, πότε πρόλαβες να πας σε όλα αυτά τα μέρη, απίστευτο!» και με κοιτούσε σαν εξωτικό πουλί, που είμαι τόσο ταξιδεμένη, σαν μια σύγχρονη Μαγγελάνα, σαν τη σπουδαγμένη του χωριού. Κι εγώ με τη σειρά μου τον κοιτούσα σαν εξωτικό πουλί, να σου πω την αλήθεια, που θεωρούσε ταξιδεμένη εμένα, που με το παράπονο θα πεθάνω πως δεν ταξιδεύω όσο θα ήθελα. Πού θέλω να καταλήξω; Ότι κανένας μας δεν ήταν ευχαριστημένος με όσα έχει κάνει επειδή πάντα υπάρχει κάποιος που έχει κάνει περισσότερα.

«Ναι, άσε τώρα τα ταξίδια, και ξαναγύρνα λίγο στο θέμα μας· πως είναι δυνατόν να είναι τυχεροί όσοι ζουν βαρετές ζωές;» θα μου πεις. Συνεχίζω.

Λέγαμε για την ανθρώπινη αχαριστία, λοιπόν· από εκεί ξεκινάνε όλα τα κακά, αυτή είναι και η αιτία που δε βλέπουμε πόσο υπέροχη μπορεί να είναι μια βαρετή ζωή και μια ρουτίνα. Επειδή τι σημαίνει να ζει κανείς μια βαρετή ζωή; Σημαίνει πως είναι ασφαλής, υγιής και πως όλες οι βασικές του ανάγκες εκπληρώνονται σε καθημερινή βάση. Σημαίνει πως έχεις ένα σπίτι στο οποίο μπορείς να γυρνάς ανά πάσα στιγμή, σημαίνει πως δεν τρέχεις σε νοσοκομεία και γιατρούς, πως δεν ιδρώνει και πολύ το αυτί σου αν προκύψει κανένα ξαφνικό έξοδο γιατί τα βγάζεις κάπως πέρα, σημαίνει πως έχεις φαγητό, νερό και μερικούς ανθρώπους για να πίνεις κι από κανέναν καφέ ή καμιά μπίρα, πως δε φοβάσαι για τη σωματική σου ακεραιότητα όταν γυρνάς σπίτι τα βράδια και πως μπορείς να πας διακοπές κάπου, έστω και κοντά, για μερικές μέρες το χρόνο, σχεδόν κάθε χρόνο. Αν είσαι από αυτούς που θέλουν πολλά από τη ζωή τους (μαζί σου κι εγώ), θα θεωρήσεις την προαναφερθείσα κατάσταση μίζερη και πνιγηρή, ένα «σιγά το πράγμα», δεν ξέρεις όμως πόσο θα παρακαλούσε ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη, ακόμα κι άτομα του κοντινού σου περιβάλλοντος, να ζούνε μια μίζερη και πνιγηρή ζωή σαν τη δική σου και τη δική μου.

«Και τι να κάνω, να βολεύομαι με τα λίγα;»

Να μη βολεύεσαι, θα σου απαντούσα, αλλά να μάθεις να θεωρείς τα λίγα αρκετά, επειδή πολλά μπορεί να μην είναι, αλλά τη δουλειά τους την κάνουν. Και μάθε και κάτι ακόμα· οι ζωές όλων των ανθρώπων (εκείνων τουλάχιστον που δε ζουν καμία μεγάλη τραγωδία) είναι βαρετές. Όλες. Και η ζωή της φίλης μου που σου έλεγα, η οποία όταν είναι στη δουλειά της λιποθυμάει από την ανία αλλά την ανέχεται επειδή η δουλειά αυτή πληρώνει τα εισιτήριά της. Και η ζωή της Ριάνα είναι βαρετή. Και των αφών Καρντάσιαν. Και του Μέσσι. Ή νομίζεις πως ο Μέσσι δεν έχει σιχαθεί να τρέχει όλη μέρα πίσω από μια μπάλα και να μην έχει χρόνο να βλέπει τα παιδιά του ή να παρτάρει στην Ίμπιζα;

Ok, θα μου πεις, με ογδόντα εκατομμύρια δολάρια το χρόνο έβρισκες τρόπο να βαριέσαι κι εσύ ευτυχισμένα, αλλά πίστεψέ με, αν ήταν έτσι, η κατάθλιψη θα ήταν ασθένεια αποκλειστικά των οικονομικά ασθενέστερων, πράγμα που δεν ισχύει, το αντίθετο μάλιστα. Οι συναρπαστικές μέρες του καθένα είναι πόσες κάθε χρόνο; Μία; Πέντε; Είκοσι; Βαριά τριάντα αν είσαι σαν τη φίλη μου, την ταξιδιάρα. ‘Η σαν το Μέσσι. Όλες οι άλλες μέρες έχουν πρωινό ξύπνημα, διάβασμα, αναμονές σε τράπεζες κι εφορίες, πληρωμές λογαριασμών, ραντεβού με το λογιστή, τους γονείς σου να λένε τα δικά τους στο τηλέφωνο, έχουν «δεν έχω τι να φορέσω» και «στοπ έχεις ρε ξεφτιλισμένε, στραβός είσαι;».

Βαρετή ζωή σημαίνει ασφάλεια κι ασφάλεια σημαίνει ευτυχία. Είναι τόσο απλό. Αλλά δε συμφέρει το διεθνές μάρκετινγκ να το ξέρουμε, επειδή αν το καταλάβουμε θα καταρρεύσουν οι αγορές (να τη και η θεωρία συνωμοσίας). Μέχρι λοιπόν να βάλουμε όλοι στο μυαλό μας πως η ευτυχία όντως κρύβεται στα μικρά και βαρετά, ας γκρινιάξουμε λίγο ακόμα. Ας βρούμε όμως και λίγο χρόνο να ευχηθούμε να μη χρειαστεί να έρθει η μέρα που θα ευχόμαστε να ζούσαμε ξανά έτσι «βαρετά» όπως ζούμε τώρα.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου