Ο πρώτος μου κρυφός θαυμαστής έκανε την εμφάνισή του εκεί κοντά στη δευτέρα δημοτικού. Δεν είμαι σίγουρη πως κατάλαβα ποτέ ποιος πραγματικά ήταν, αλλά –όπως και να ‘χει– συχνά-πυκνά τα κατάφερνε και ζωγράφιζε καρδούλες στο θρανίο μου, άλλοτε σκέτες, κι άλλοτε με το αρχικό του ονόματός μου σε κάποια εξίσωση τύπου «Φ+?» που με έκανε να τους κοιτάζω όλους καχύποπτα και να σκέφτομαι διαρκώς ποιος θα ‘θελα και ποιος δε θα ‘θελα να είναι αυτός που με είχε ερωτευτεί.
Έκτοτε, παράπονο δεν έχω, είχα κι άλλους κρυφούς θαυμαστές, οι οποίοι μου άφηναν από ραβασάκια στην τσάντα, γράμματα στο ντουλαπάκι του σχολείου μου, δώρα στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού μου, μου έκαναν αμέτρητες αναπάντητες με απόκρυψη (σημείωση προς νεότερους: η αναπάντητη κάποτε σήμαινε «σε σκέφτομαι», όχι «δεν έχω κάρτα», τώρα, γιατί με απόκρυψη, αυτό είναι άλλο θέμα), αφιερώσεις σε ραδιοφωνικούς σταθμούς και, μεγάλη πλέον, υπήρξαν αρκετές ευγενικές ψυχές που μου έστελναν κατά καιρούς ανυπόγραφες ανθοδέσμες, χωρίς να ξέρουν βέβαια πως κάθε φορά που μου προσφέρει κάποιος ανθοδέσμη, εγώ φαντασιώνομαι πως στέφομαι Σταρ Ελλάς και γελάω μόνη μου σαν την ηλίθια, γιατί αν το ήξεραν, σιγά μην ήθελαν να μπλέξουν μαζί μου, ας μη γελιόμαστε.
Ρομαντικά όλα αυτά, δε λέω, κολακευτικά επίσης, ιστορίες για να έχεις να λες και να περηφανεύεσαι για πολλά χρόνια, αλλά κάπως παλιακά πλέον, δε νομίζεις; Κάποιοι ίσως και να τα χαρακτήριζαν γλυκανάλατα, άλλωστε στη ζυγαριά των κυνικών και των ρομαντικών, η πλάστιγγα ανέκαθεν έμοιαζε να γέρνει προς τους πρώτους· εκείνους που δεν πιστεύουν στο «για πάντα», που θεωρούν κάθε φτερούγισμα ένδειξη αδυναμίας και κάθε βέλος εν δυνάμει ψυχολογική και σωματική καταστροφή, και δικαίως θα έλεγα, έτσι που μοιάζουμε να ‘χουμε βαφτίσει κάθε ενθουσιασμό συναίσθημα για χάρη ευκολίας.
Αν, όμως, όλα αυτά τα αγαπημένα μεν παρωχημένα δε προαναφερθέντα ανήκουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, τότε ποιος είναι ο κατάλληλος τρόπος για να εκδηλωθεί ένας κρυφός θαυμαστής, που τον τρώει το μέσα του να μιλήσει, αλλά ο εγωισμός του τού ρίχνει νοερές σφαλιάρες, λέγοντάς του να παλουκωθεί στη θέση του και να μη δημιουργεί προβλήματα εκεί που δεν υπάρχουν με τους έρωτες και τις βλακείες του;
Καταρχάς, εγώ ποτέ δε θεώρησα ξεπερασμένα τα σημειώματα και τα ραβασάκια· έχουν προσωπικότητα, έχουν δύναμη, μπορείς να τα κρατήσεις για πάντα, φτιάχνουν τη διάθεση, ξαφνιάζουν. Γιατί να θεωρούνται κατάλοιπο του παρελθόντος; Αμαρτία. Τώρα, αν δεν το πολυέχεις με τα γραπτά, αν είσαι ανορθόγραφος ή όντως κωλύεσαι να αφήσεις το σημείωμά σου στην τσέπη, το συρτάρι ή τον υαλοκαθαριστήρα του ανθρώπου που σε ενδιαφέρει, μην ανησυχείς, εμείς εδώ, στο Pillowfights, φροντίσαμε για εσένα, δημιουργώντας την πιο σύγχρονη έκδοσή τους· το μόνο που έχεις να κάνεις, λοιπόν, είναι να γράψεις το μήνυμά σου, να διαλέξεις το φόντο που σε εκφράζει καλύτερα κι η ομάδα μας αναλαμβάνει να το στείλει εντελώς ανώνυμα κι εμπιστευτικά στα inbox του ανθρώπου που σε ενδιαφέρει, και, πίστεψέ μας, όταν λέμε εμπιστευτικά το εννοούμε, καθώς δε θα αποκαλύπταμε το όνομά σου, ακόμα κι αν ο άλλος μας απειλούσε με καραμπίνα κοντόκανη.
Ένας άλλος τρόπος που μου ‘ρχεται πρόχειρος είναι να απευθυνθείς πλαγίως ή ευθέως σε κάποιον κοινό σας γνωστό ή φίλο. Ο βαθμός που θα επιλέξεις να εκτεθείς είναι καθαρά κλιμακούμενος από εσένα, οπότε δεν έχεις να φοβάσαι κάτι. Ρώτα αυτά που θέλεις με τον τρόπο σου κι ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει. Ακόμα καλύτερα, αν ο συγκεκριμένος κοινός γνωστός θεωρήσει πως είσαστε καλή περίπτωση ο ένας για τον άλλο και φροντίσει να βρεθείτε εντελώς τυχαία σε κοινή παρέα, τότε το πράγμα γίνεται ακόμα πιο εύκολο, καθώς η ευκαιρία να μελετήσεις τον άλλον, να τον γνωρίσεις στο εντελώς χαλαρό και –γιατί όχι– να τον εντυπωσιάσεις με το σπιρτόζικο πνεύμα σου σού δίνεται στο πιάτο, εκμεταλλεύσου την.
Αν πάλι θεωρείς όλα τα παραπάνω λίγο «κάπως», μπορείς κάλλιστα να κάνεις στον άλλον ένα friend request, ένα follow, ένα οτιδήποτε τέλος πάντων σε κάποιο απ’ τα social του. Προσοχή όμως, δε μένεις μόνο εκεί· μόλις σε αποδεχτεί (βασικό βήμα για να πάρεις μια ιδέα πράσινου φωτός, ή έστω μια ένδειξη ότι ο άλλος δε σε θεωρεί creepy ή Κουασιμόδο), αρχίζεις να μελετάς το προφίλ του σαν σωστός ντετέκτιβ, τσεκάρεις μουσικές προτιμήσεις, απόψεις, memes που θεωρεί αστεία και παράλληλα ετοιμάζεις στρατηγικό σχέδιο δράσης, ποστάροντας σταθερά και μεθοδικά ανάλογο περιεχόμενο, ώστε ο άλλος να σε προσέξει από μόνος του και να αντιληφθεί ο ίδιος πόσα κοινά έχετε και πόσο ταιριάζετε, πριν κάνεις εσύ το βήμα να στείλεις κάτι (άσε τα “yaso kokla” στην άκρη και σκέψου δημιουργικά). Σε αυτό το σημείο, λίγη προσοχή, παρακαλώ, μη γίνει καμιά μαλακία και κάνεις κατά λάθος like σε τίποτα φωτογραφίες του 2014, είπαμε να γοητεύσεις, όχι να σε περάσουν για stalker. Κι ας είσαι (έλα τώρα, μεταξύ μας μιλάμε).
Αν τώρα είσαστε ήδη διαδικτυακοί φίλοι, ή έστω λέτε ένα ρημαδογειά πού και πού, φρόντισε να πηγαίνεις λίγο πιο συχνά στα μέρη που συχνάζει ο άλλος, να στέλνεις αραιά και πού κανένα έξυπνο σχόλιο σε κάποια απ’ τις ιστορίες του, όχι στις σέξι –θα σε περάσει για σαλιάρικο μπουλντόγκ–, στα άλλα να σχολιάζεις, τα πνευματώδη· τώρα αν πάλι ποστάρει μόνο κοιλιακούς ή κώλο, κάνε ό,τι νομίζεις, εσύ θα ξέρεις καλύτερα, εγώ δεν.
Όπως κι αν έχει, όσο συγκρατημένα κι αν το κάνεις, το θέμα είναι να μη φοβάσαι να εκτεθείς, έστω και λίγο, ιδίως για κάποιον άνθρωπο που η διαίσθησή σου σού λέει πως αξίζει. Άλλωστε, αν δε ρωτήσεις, λένε, η απάντηση θα ‘ναι πάντα «όχι», και γι’ αυτό το θολό «ναι» αξίζουν τα σαρδάμ, τα ηλίθια αστεία κι όλες οι ιδρωμένες παλάμες του κόσμου.
Τόλμησέ το!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη