Να σου περιγράψω δυο ζευγάρια, να μου πεις τη γνώμη σου.

Ας πούμε πως από τη μία έχουμε τον Σάκη και την Ιωάννα. Ο Σάκης και η Ιωάννα είναι τέσσερα χρόνια μαζί, είναι σχετικά ταιριαστοί, δε μαλλιοτραβιούνται για χαζοαφορμές, δε νευριάζουν στα καλά καθούμενα, δε μαλώνουν για την ταινία που θα δούνε στο σινεμά, έχουν πλέον απόλυτη εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο, γενικά ζουν αρμονικά κι ανεμπόδιστα τον έρωτά τους κι ο περίγυρος χειροκροτάει.

Από την άλλη είναι η Λίνα κι ο Κώστας, τέσσερα χρόνια μαζί επίσης· καμία σχέση με τους από πάνω, καθώς με την παραμικρή αφορμή τρώνε ο ένας τα σωθικά του άλλου με την γκρίνια και το πίρι-πίρι τους. Διαφωνούν για το τι θα φάνε το βράδυ, για τα πολιτικά, για τον πάροχο του κινητού τους, για το αν η γη είναι τελικά επίπεδη, για όλα τέλος πάντων. Ζηλεύονται, κρατάνε μούτρα, τα ξαναβρίσκουν και την άλλη μέρα πάλι από την αρχή.

Ιδανικό ζευγάρι δεν είναι κανένα από τα δύο, αυτό να το ξεκαθαρίσουμε από την  αρχή. Ιδανικό ζευγάρι είναι αυτό που οι εμπλεκόμενοί του τα βρίσκουν μεταξύ τους, οπότε δε σκοπεύω να σου ζητήσω να μου πεις ποιος αγαπάει ποιον περισσότερο καθώς, πιθανολογικά, και τα δυο ζευγάρια αγαπιούνται εξίσου. Θέλω μόνο να μου πεις σε ποια από τις δύο καταστάσεις υποθέτεις πως υπάρχουν κρυμμένα περισσότερα παράπονα, περισσότερα ανείπωτα «γαμώ το σπίτι σου» και ποιο από τα δύο ζευγάρια εικάζεις πως θα χάσει την μπάλα σε περίπτωση που γίνει καμιά στραβή και τα δούνε όλα κωλυόμενα.

Εντάξει, και πολλή σκέψη δε θέλει θα μου πεις, και θα ανασάνεις και κάπως ανακουφισμένα, ιδίως αν είσαι από εκείνους τους ανθρώπους που οι λογικοί όλου του κόσμου χαρακτηρίζουν ημίτρελους, αν είσαι ένας από εμάς τέλος πάντων, που άπαξ και κάνει μαλακία ο άλλος, μικρή ή μεγάλη, παίρνει το κεφάλι μας φωτιά -τσαφ- σαν σπίρτο κι ορκιζόμαστε στον εαυτό μας να φτύσει το γάλα της μαμάς του, τουλάχιστον μέχρι να ξεθυμάνουμε και να ξανακαταλήξουμε αγκαλιά του, να λέμε χαμογελαστά «έλα μωρέ, ντάξει, σιγά» και να μοιράζουμε φιλιά με το κιλό.

Δεν είναι νεύρα, είναι ένστικτο αυτοσυντήρησης, είναι και ντομπροσύνη, είναι και χίλια δυο καλά όλο αυτό το φλογερό ταμπεραμέντο. Ξέρεις, οι άνθρωποι που ξεσπάνε, που δε φοβούνται τη φασαρία, το τσαλάκωμα κι όλες αυτές τις άβολες καταστάσεις, συνήθως δεν πνίγουν μέσα τους παράπονα ετών, τα έχουν καλά με τον εαυτό τους, κατ’ επέκταση και με τους ανθρώπους που σχετίζονται, άρα μην τους φοβάσαι, μια χαρά στέκουν και μια χαρά θα στέκεις κι εσύ κοντά τους καθώς θα ξέρεις πάντα τι σου γίνεται.

Οι άνθρωποι που λένε τα παράπονά τους ξέρουν καλά τι αξίζουν και δε διαπραγματεύονται την αξία τους ακόμα κι αν είναι στιγμές που καταλήγουν να συμπεριφέρονται σαν κακομαθημένα εφτάχρονα που τους έφυγε το μπαλόνι τους και κλαίνε και τσιροκοπάνε μην μπορώντας να διαχειριστούν το βαθμό του δράματος που τους ανάγκασε η άπονη ζωή να βιώσουνε. Και ξέρεις τι γίνεται μόλις περάσει λίγο η ώρα, ε; Δε θυμούνται καν πως υπήρχε το συγκεκριμένο μπαλόνι και παίζουν αμέριμνα με κάτι άλλο, χαμογελώντας ευτυχισμένα.

Έτσι λοιπόν κι όλοι όσοι δεν μπορούν να πνίξουν κανένα παράπονο μέσα τους. Πες τους σπαζαρχίδες αν θες, γιατί μπορεί και να είναι, αλλά να θυμάσαι πως από αυτούς δεν έχεις να φοβάσαι. Τα συναισθήματά τους φαίνονται φόρα παρτίδα στα μούτρα τους, η γλώσσα τους μπορεί να μη συγκρατείται, αλλά τουλάχιστον ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις και στην τελική δε θα σου χτυπήσουν ποτέ εκείνο το λάθος που έκανες τρία χρόνια πριν και τους πλήγωσε βαθύτατα ενώ εσύ δεν είχες πάρει χαμπάρι, ακριβώς επειδή το συγκεκριμένο λάθος θα το έχεις πληρώσει ήδη τη στιγμή εκείνη που έπρεπε και θα έχεις φροντίσει να μην το ξανακάνεις.

Όχι, δεν είναι ταιριαστά μόνο τα ζευγάρια εκείνα που δε μαλώνουν.  Είναι ταιριαστά κι εκείνα που σκοτώνονται, ίσως και πιο ταιριαστά από τα πρώτα. Γιατί οι διαφωνίες δένουν το ζευγάρι, οι τσακωμοί σε κάνουν να μαθαίνεις τον άλλον και στην τελική οι άνθρωποι μαλώνουν ακριβώς επειδή τους νοιάζει και δε θέλουν να χαλάσουν αυτό που έχουν.  Αν δε σε νοιάζει δε σε πειράζει και τίποτα, να τα λέμε αυτά.

Βάλε λοιπόν την ασπίδα σου στην άκρη, επειδή πόλεμος ωραιότερος από αυτόν δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή