Νεύρα (τα): ουσιαστικό, γένους ουδετέρου, αριθμός πληθυντικός
Κρόσσια, τσατάλια, πες τα όπως θες, όμως τα νεύρα μας δεν είναι καλά, φίλε μου. Τεντώνονται, ξανατεντώνονται κι εκεί που λέμε πως θα κοπούν σαν λαστιχάκι, τσουπ, τεντώνονται λίγο ακόμα, ενίοτε σπάνε και ξανά απ’ την αρχή. Επειδή δε σπάνε απλά και τέλος, όχι, σιγά μην ήταν τόσο απλό το όλο θέμα· αυτά, που λες, κάθε που σπάνε βγάζουν από δύο κεφάλια και ξανασπάνε απ’ την αρχή, σε δουλειά να βρισκόμαστε με λίγα λόγια.
Έτσι γεννηθήκαμε ή έτσι μας κατάντησαν; Μην προσπαθήσεις να δώσεις απάντηση σε τέτοια ερωτήματα και χάνεις άδικα το χρόνο σου, αυτό είναι ένα αίνιγμα αρχέγονο, σαν εκείνο με το αβγό και την κότα, κανείς δεν ξέρει ποιο απ’ τα δύο έγινε πρώτο. Ξέρουμε, όμως, πως υποφέρουμε βαθιά, ως τα έγκατα της ψυχούλας μας. Βρίθει ο κόσμος ηλιθίων, παιδιά, δεν είναι εύκολο να κάνεις υπομονή όντας προικισμένος με τόσο φλογερό ταμπεραμέντο.
Ναι, φλογερό ταμπεραμέντο, υπάρχει κάποιο πρόβλημα; Εμείς έτσι το λέμε. Τι δηλαδή, κάνουμε τίποτα κακό; Απλώς απελευθερώνουμε την εσωτερική μας ένταση για να μη μας πνίξει, της δίνουμε μορφή, της δίνουμε φτερά να πετάξει για να μη σας πάρει μαζί της η φούρια μας παρέα με κανένα διάολο. Τουτέστιν, σπάμε κανένα ποτήρι για να μη σας σπάσουμε το κεφάλι, κανονικά θα έπρεπε να μας λέτε κι ευχαριστώ, όχι να τρέχετε μακριά να σωθείτε.
Δεν είναι, όμως, αυτό που μας φέρνει σε δύσκολη θέση· με τα νεύρα μας είμαστε συμφιλιωμένοι, τα αγαπάμε, είναι κομμάτι μας, τα κουβαλάμε μαζί μας περίπου απ’ τα πέντε μας έτη, έχουμε μάθει να τα πλασάρουμε σαν προσόν και σαν ασπίδα, χωρίς αυτά δεν είμαστε εμείς, νιώθουμε γυμνοί κι ευάλωτοι. Βασικά αν μας δείτε εντελώς γαλήνιους καμιά μέρα σκουντήξτε μας να δείτε αν πεθάναμε. Άσε που άνευ εκνευρισμού οι φίλοι κι οι γνωστοί μας δε θα μας αναγνώριζαν, ίσως να μη μας συμπαθούσαν καν, έτσι υποτονικοί και κρυόκωλοι που θα ήμασταν.
Αυτό που μας δυσκολεύει τη ζωή όμως και μας κάνει να ντρεπόμαστε λιγάκι για λογαριασμό μας είναι που καμιά φορά μας παρασέρνει τόσο η οργή μας, που καταλήγουμε να ξεχνάμε το λόγο για τον οποίο θυμώσαμε εξαρχής και μετά άντε να μας πάρουν οι άλλοι στα σοβαρά. Αν είσαι ένας από εμάς θα καταλάβεις τι λέω, αν όχι θα αναρωτηθείς πώς στο καλό γίνεται να ξεχνάς το λόγο για τον οποίο θέλεις να σπάσεις το παρμπρίζ κάποιου. Ε, γίνεται, αν το έχεις εύκολο να παίρνεις φωτιά για μικροπράγματα, μια χαρά γίνεται.
Γίνεται δηλαδή η μαλακία, φορτώνουμε, κοκκινίζουμε, βγάζουμε αφρούς απ’ τη μύτη και τα αυτιά, σου γδέρνουμε το αμάξι, σου καίμε το σπίτι, σου κατεβάζουμε όλα τα χρυσοστόλιστα καντήλια του κόσμου κι αν μας ρωτήσεις μετά από λίγο για ποιο λόγο θυμώσαμε, υπάρχει περίπτωση να μην έχουμε ιδέα, επειδή το ένα έφερε το άλλο και κάπου στον δρόμο μπερδευτήκαμε, θυμώσαμε, ξεθυμώσαμε, μετά θυμώσαμε για κάτι άλλο, έπειτα θυμηθήκαμε και κάτι παλιά, πήγε η λογική μας περίπατο έτσι για την πλάκα.
Δεν έχουμε σκοπό να σας τρελάνουμε, μωρέ, αλλά κι εσείς πηγαίνετε γυρεύοντας ώρες-ώρες. Μας φέρνετε στα άκρα, μας δαιμονίζετε, ε, πολύ δε θέλει να γίνει το κακό· ξεσπάμε και μέχρι να συνειδητοποιήσουμε τι έγινε μας δίνετε άλλους 326 λόγους να θυμώσουμε και ξεχνάμε τη ρίζα του κακού. Γι’ αυτό μας αγαπάτε όμως, επειδή δεν είμαστε εγωιστές κι όσο εύκολα σας θυμώνουμε, τόσο πιο εύκολα ξεθυμώνουμε. Αρκεί να μη θυμώνετε που θυμώνουμε, γιατί μετά θα θυμώσουμε ακόμα περισσότερο που θυμώσατε χωρίς λόγο, επειδή κατά βάθος πρέπει να ξέρετε πως θυμώνουμε απλά για να θυμώσουμε κι όχι επειδή θυμώσαμε πραγματικά.
Ναι, τι;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη