Ήμουν δεκάξι όταν πρωταποφάσισα ν’ ανεξαρτητοποιηθώ· ήθελα να ‘χω τα δικά μου χρήματα, ήθελα να αγοράζω ό,τι μου άρεσε χωρίς να επιβαρύνω τους γονείς μου, ήθελα να πάω και διακοπές μόνη μου (ναι, είχα μεγάλο θράσος για δεκαέξι). Έπιασα, που λες, την πρώτη μου δουλειά στο πιο δημοφιλές μπαρ της πόλης που μένω. Ο ιδιοκτήτης γνωστός των γονιών μου, εγώ να μην ξέρω ούτε τι σχήμα έχει ο δίσκος αλλά να του λέω με περισσή σιγουριά πως μπορώ να φέρω βόλτα όλο το μαγαζί μόνη μου, πείστηκε ο δόλιος, εν τέλει ήμουν στ’ αλήθεια καλή, ούτε εγώ το περίμενα, με έβαλε να δουλεύω σερί με ένα ρεπό ανά εικοσαήμερο και σε τρεις μήνες έβγαλα όσα δεν έχω βγάλει ποτέ σε αντίστοιχο χρονικό διάστημα ως ενήλικη.
Ωραία μέχρι εδώ, πού ήταν το πρόβλημα; Το πρόβλημα ήταν κάποιοι «συνάδελφοι»· θες επειδή το αφεντικό με είχε μη βρέξει και μη στάξει επειδή του έβγαζα δουλειά για τρία άτομα, θες επειδή δεν έβρισκαν αφορμή να μου την πούνε, κάτι τέλος πάντων τους την έδινε κι έψαχναν αφορμές να μου κάνουν τη ζωή δύσκολη. Κάποιες φορές με έβαζαν να κουβαλάω κιβώτια με μπίρες και φορητά ψυγεία με πάγο ίσα με τα κιλά μου ενώ αυτοί απλά έπιναν το καφεδάκι τους και με καμάρωναν, άλλες φορές δημιουργούσαν φασαρίες απ’ το τίποτα ακριβώς τη στιγμή που τύχαινε να περνάει από εκεί κοντά ο ιδιοκτήτης, με κατηγορούσαν για λάθη που έκαναν άλλοι κι ειρωνεύονταν σε κάθε ευκαιρία έχοντας στο στόμα εκείνο το «Εσύ να μη μιλάς, εγώ είμαι εδώ επτά χρόνια, ξέρω».
Δε θα σου πω ότι οι προαναφερθέντες αχρείοι μου πλήγωσαν την τρυφερή δεκαεξάχρονη καρδούλα, επειδή και γλώσσα μεγαλύτερη απ’ το μπόι μου είχα και τους έβαζα στη θέση τους, και μια χαρά μου έκοβε ώστε να εντοπίζω τα συμπλέγματά τους και να μην ασχολούμαι μαζί τους, κοιτάζοντας απλά τη δουλειά μου. Θα σου πω, όμως, πως είδα άλλους καινούριους να ‘ρχονται και να κλαίνε στην τουαλέτα επειδή δεν άντεχαν τέτοιες συμπεριφορές, παιδιά μεγαλύτερα από ‘μένα να φεύγουν στη δεύτερη εβδομάδα επειδή δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, ακόμα και την καθαρίστρια του μαγαζιού, που μια χαρά έκανε η γυναίκα τη δουλειά της, να κατηγορείται άδικα πως κάνει αδικαιολόγητες αστοχίες και στο καπάκι να προσλαμβάνεται άλλη, η οποία τύχαινε να ‘ναι καλή τους γνωστή και γενικά της αρεσκείας τους.
Τέτοια στρατιωτικά καψόνια λαμβάνουν χώρα σχεδόν σε κάθε εργασιακό περιβάλλον που έχω ακουστά, απλά εγώ έτυχε να το μάθω σχετικά νωρίς. «Υπεύθυνοι» που ξεσπάνε τα νεύρα τους σε υπαλλήλους που πασχίζουν να μάθουν τη δουλειά, εργοδότες που σου μιλάνε άσχημα είτε ιδιωτικά είτε ρεζιλεύοντάς σε μπροστά σε άλλους, λες και τους χρωστάς το νεφρό σου που σου έδωσαν την ευκαιρία να εργάζεσαι γι’ αυτούς, συνάδελφοι που σε τρέχουν, σε γελοιοποιούν, διαδίδουν φήμες, σε κατηγορούν στον προϊστάμενο, επειδή απλά δε γουστάρουν τα μούτρα σου, άτομα που σου τρώνε σε καθημερινή βάση την ψυχή επειδή δεν είσαι το ίδιο γρήγορος/ ικανός/ εύστροφος/ αδύνατος/ ευφυής/ ευφραδής με ‘κείνους.
Ναι, αυτά γίνονται συνέχεια, σε καφέ, σχολεία, στρατόπεδα, εργοστάσια, γραφεία, χωράφια και μαντριά· τέτοιες καταστάσεις έχουν ζήσει κι οι γονείς μου, κι η αδερφή μου, και μερικοί κολλητοί μου και πολλοί γνωστοί μου, ίσως εσύ που με διαβάζεις και πιθανότατα κάποιοι δικοί σου. Υπάρχουν άνθρωποι που το καθημερινό πήγαιν’-έλα στη δουλειά τους μοιάζει το φρικτότερο βασανιστήριο, επειδή έχουν σιχαθεί να νιώθουν στον χώρο εργασίας τους άχρηστοι και βλάκες. Είναι πολλοί εκείνοι που συχνά χαμηλώνουν το κεφάλι τους στο άκουσμα άκομψων σχολίων και προσβολών καλυμμένων με το μανδύα μιας άρρωστα υποκριτικής ευγένειας και μπόλικων αισχρών «Εγώ για το καλό σου το λέω» κι όλα αυτά επειδή έχουν ανάγκη τη συγκεκριμένη κωλοδουλειά και δεν έχουν την πολυτέλεια να ορθώσουν ανάστημα, ή απλά δεν είναι του χαρακτήρα τους να το κάνουν. Το τίμημα; Μπουκώματα, αϋπνίες, πονοκέφαλοι, στομαχόπονοι, ημικρανίες, άγχος, κατάθλιψη. Το παιχνίδι των άλλων γι’ αυτούς που δεν έχουν όρεξη να παίξουν μόνο παιχνίδι δε μοιάζει.
Αν αναρωτηθείς προς στιγμήν για ποιο λόγο μπορεί να φέρεται έτσι σαδιστικά ένας άνθρωπος, αφενός χαίρομαι γιατί προφανώς δεν είσαι ένας από αυτούς και δε βρίσκεις λογική πίσω από καμία τέτοια συμπεριφορά, αφετέρου ίσως να μη σου περνάει απ’ το μυαλό πως υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που επειδή δεν έχουν λύσει τα θεματάκια τους όταν έπρεπε, θεωρούν δικαίωμά τους να δημιουργήσουν προβλήματα ισάξια με τα δικά τους σε όποιον αναπνέει στα πέριξ τους. Τέτοιες συμπεριφορές προέρχονται από άτομα με καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, αξεπέραστα σύνδρομα κατωτερότητας, κακή ανατροφή και μηδενικές αξίες, που επιβεβαιώνουν την πλασματική τους υπεροχή ξεσπώντας αποκλειστικά σε ανθρώπους ανίκανους να αντιδράσουν, ακριβώς όπως παίρνουν ευχαρίστηση όσοι κακοποιούν αδέσποτα ή όσοι νομίζουν πως έχουν τη δικαιοδοσία να μη δέχονται στα σχολεία των παιδιών τους παιδιά μεταναστών «για να μην τους αλλοιώσουν τον πολιτισμό».
Τι κάνεις, λοιπόν, αν βρεθείς σε αυτή τη θέση; Μίλα, μόνο αυτό μπορείς να κάνεις. Απάντησέ τους ευγενικά αλλά αυστηρά, βάλε τους στη θέση τους με τρόπο, δείξε αποφασιστικότητα, ζήτα βοήθεια από κάποιον συνάδελφο που εμπιστεύεσαι, μόνο μη δείξεις ότι φοβάσαι ή επηρεάζεσαι, καθώς στον φόβο σου ποντάρουν για να μαντάρουν τα άρρωστα συμπλέγματά τους.
Ακόμα κι αν δεν είναι στο χαρακτήρα σου, ζορίσου και κάν’ το, μετά θα νιώθεις απίστευτη δύναμη κι υπερηφάνεια για τον εαυτό σου· και πάνω απ’ όλα δείξε τους λίγη κατανόηση γνωρίζοντας πως κανένας άνθρωπος που τα ‘χει πραγματικά καλά με τον εαυτό του δεν αρέσκεται στο να κάνει άλλους ανθρώπους να υποφέρουν, ακόμα και για λόγους που θα μπορούσαν ίσως να φαντάζουν λογικοί. Δεν είσαι εσύ κρίμα, εκείνοι είναι.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη