Είναι να την κάνεις χάζι την ανθρώπινη ροπή προς τις μεγαλοστομίες· πέρα από τα «ποτέ» και τα «για πάντα», που όπως και να το κάνουμε έχουν αποκτήσει στο συλλογικό ασυνείδητο αξία παλιάς ελληνικής ταινίας, έχουμε και τα «εγώ δεν…». Όπου αποσιωπητικά συμπλήρωσε κατά το δοκούν· «Εγώ δε ζηλεύω», «εγώ δε νοιάζομαι» και κυρίως  «εγώ δεν εξαρτώμαι».

Αυτό το «δεν εξαρτώμαι, είμαι ελεύθερος» τι πλάκα που έχει. Ορκιζόμαστε οι άνθρωποι πως όντως ζούμε χωρίς  περιορισμούς κι εξαρτήσεις, μας αρέσει το παραμύθι που μαγειρεύουμε και τρώμε μόνοι μας, πως τα θέλω, οι επιλογές και οι πράξεις μας είναι αποκλειστικά προϊόντα του μυαλού και της προσωπικής μας βούλησης κι όχι των εξαρτήσεών μας. Αφού είπαμε, δεν έχουμε.

Περιχαρείς, λοιπόν, δηλώνουμε πως όντας singles, δεν εξαρτόμαστε από κανέναν άνθρωπο, είμαστε ελεύθερα πνεύματα, δε μας επιβάλει κανένας έρωτας γραμμές πλεύσης. Όντας άθεοι, επιμένουμε πως σκεφτόμαστε πιο ελεύθερα από τη χειραγωγημένη μάζα, πως είμαστε αλλιώτικοι. Ως vegan επιμένουμε πως απελευθερωθήκαμε από το ζυγό του κρέατος, ως πρώην παχύσαρκοι καμωνόμαστε πως είμαστε πιο δυνατοί από τους κακούς υδατάνθρακες, έχοντας τη δική μας επιχείρηση δηλώνουμε ελεύθεροι από κάθε είδους αφεντικό κι ως ανεξάρτητοι ενήλικες δε χορταίνουμε να λέμε πόση ανάγκη δεν έχουμε τους γονείς μας.

Όσο και να το δουλέψει κανείς βέβαια, όσο κι αν τα βάλει με τον ίδιο του τον εαυτό και με τις περιστάσεις, οι εξαρτήσεις είναι Λερναίες Ύδρες· κόβεις τη μία κι από κάτω βγαίνουν δύο δυνατότερες. Χάνεις κιλά; Απαλλάσσεσαι από τον εθισμό σου στη ζάχαρη κι εθίζεσαι στον καθρέφτη σου ή στα «μπράβο» του περίγυρό σου όταν βλέπουν τα αποτελέσματα του αγώνα σου πάνω σου. Γίνεσαι ανεξάρτητος, βγάζεις τα δικά σου χρήματα κι εκεί που νομίζεις πως από εδώ και πέρα θα ζεις χωρίς περιορισμούς, βρίσκεσαι εξαρτημένος από τη δουλειά σου, καθώς αντιλαμβάνεσαι πως τώρα είσαι πιο δέσμιός της από ποτέ, επειδή αν δεν της δώσεις το υπερδιπλάσιο των δυνατοτήτων σου, θα βρεθείς πάλι στο μηδέν κι αυτό το «φτου κι απ’ την αρχή» δε θα το άντεχες.

Χωρίζεις από μια ψυχολογικά λιπαρή σχέση ετών κι εκεί που νιώθεις ελεύθερος, κατά βάθος είσαι αιχμάλωτος της ανάγκης σου να βγεις από πάνω στον κοινωνικό σας περίγυρο. Έχεις social media κι ενώ νομίζεις πως είσαι ελεύθερος να πεις τη γνώμη σου, να εκφράσεις το προσωπικό σου στιλ και να βγάλεις προς τα έξω την αποκλειστικά δική σου αισθητική, πονάει που μέσα σου ξέρεις πως είσαι γιουσουφάκι των αλγόριθμων, των σχολίων και των likes που θα πάρει η κάθε ανάρτησή σου, οπότε αναγκάζεσαι κρυφά κι ένοχα να χορεύεις στο ρυθμό τους.

Η λίστα, ξέρεις, δεν έχει τελειωμό. Κανένας μας δεν είναι πραγματικά ελεύθερος, ούτε εγώ, ούτε εσύ, ούτε εκείνα τα δύο-τρία άτομα που μπορεί να σου περνάνε από το μυαλό. Οι εξαρτήσεις είναι κεντημένες στην ψυχοσύνθεσή μας με χρυσοκλωστή κι άμα κάνουμε να τις ξηλώσουμε είναι τέτοιο το κενό που αφήνουν πίσω τους που σπεύδουμε να τις αντικαταστήσουμε με άλλες, έτσι για να μη μας χτυπάει η απουσία τους στα μηνίγγια. Η εξάρτηση μπορεί να είναι κάτι τόσο προφανές όσο το τσιγάρο, οι ουσίες, το ποτό κι ο τζόγος, ή κάτι τόσο ύπουλο όσο η μυρωδιά του ανθρώπου που αγαπάς, η ίδια σου η δυστυχία που λειτουργεί ως άλλοθι για να παραμένεις άπραγος χωρίς τύψεις, για κάποιους μπορεί να είναι το χρήμα και για άλλους απλά η κοινωνική αναγνώριση.

Κάποιες φορές είναι κακό να είσαι εξαρτημένος, κάποιες φορές όχι και τόσο, πάντοτε όμως είναι ανθρώπινο. Άλλωστε πριν κάποιες χιλιάδες  χρόνια έτσι ωραία μας το είχε πει κι ο Αριστοτέλης· σε απλά ελληνικά, δικαιολογούσε την ανθρώπινη ανάγκη να είναι κάποιος εξαρτημένος από την κοινωνία και τον περίγυρο, καθώς για να ζει κανείς μόνος (απόλυτα ελεύθερος στη δική μας περίπτωση) θα έπρεπε να είναι είτε ζώο, είτε θεός. Αν πάμε λοιπόν τα λόγια του Αριστοτέλη ένα-δυο βήματα παραπέρα, χρησιμοποιώντας τη Σωκρατική διαλεκτική (Θεέ μου, πόσα θυμάμαι εκατό χρόνια μετά τις Πανελλήνιες, θα τρελαθώ!), θα έλεγε με δισταγμό κανείς πως ούτε τα ζώα δεν είναι ικανά να ζούνε απολύτως ελεύθερα, καθώς έχουν ανάγκη να τραφούν και να αναπαραχθούν, ούτε Θεός μπορεί να υπάρξει χωρίς να εξαρτάται από την ύπαρξη πιστών ακολούθων που θα του δίνουν, με την ευλάβειά τους, θεϊκή υπόσταση.

Ας το ξανασκεφτούμε, λοιπόν, όλοι πριν πιάσουμε στο στόμα μας εκείνο το υπέροχο «δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος» του Καζαντζάκη, καθώς ίσως τελικά να μη μας εκφράζει τόσο όσο θέλαμε εξαρχής να πιστεύουμε.

Επειδή η ελπίδα είναι η δύναμη που μας κρατάει ζωντανούς. Επειδή η αγάπη πάντα θα μας κάνει να φοβόμαστε. Επειδή πάνω από το «ελεύθεροι» είμαστε άνθρωποι.

 

 

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου