Θεωρητικά, όλοι αποζητάμε την αποδοχή, από τα μικράτα μας μέχρι πάντα. Σαν παιδάκια φωνάζουμε «μαμααααά, μπαμπαααά, κοίτα!», επιδεικνύοντας με περισσή υπερηφάνεια τα άτσαλα μακροβούτια μας στη θάλασσα ή όλες εκείνες τις όχι-και-τόσο αριστουργηματικές ζωγραφιές μας, μόνο και μόνο για να μας πουν οι γονείς μας πόσο υπέροχοι είμαστε.
Στην εφηβεία θέλουμε απεγνωσμένα να μιλάμε με ένα συγκεκριμένο slang και να φοράμε ένα τυποποιημένο στυλ ρούχων ώστε να δηλώνουμε σε ποια «αγέλη» στης σχολικής αυλής ανήκουμε. Ως ενήλικες πάλι, ανεβάζουμε βαθυστόχαστες εξυπνάδες στα προφίλ μας για να μας πατήσουν κάποιοι τυχαίοι like ή (για να το πάω κι ένα βήμα παραπέρα) φτάνουμε ακόμα και σε άκρα, όπως το να παντρευόμαστε ή να κάνουμε παιδιά, αποκλειστικά και μόνο για να δικαιολογήσουμε την παρουσία μας στο κουτάκι 29-35 ως μεστωμένοι ενήλικες και να μην είμαστε πια οι φυγόπονοι ρέμπελοι που δεν ξέρουν τη ζωή επειδή (όπως σχολιάζει ο περίγυρος, όχι εγώ) «δεν έχουν αναλάβει και καμία σημαντική ευθύνη μέχρι τώρα».
Αναζητάμε την αποδοχή στις ερωτικές μας σχέσεις, στα επαγγελματικά μας, στις φιλίες μας, σε ολόκληρο γενικά το φάσμα της ύπαρξής μας, είτε μας αρέσει να το παραδεχόμαστε, είτε όχι. Δεν είναι κακό, είναι ανθρώπινο. Είναι κακό μόνο όταν αυτή η ανάγκη για αποδοχή μας οδηγεί στην αυτολύπηση. Για παράδειγμα· ας πούμε ότι χάνω τη δουλειά μου. Είναι πολύ πιθανό να εξιστορήσω σε φίλους και γνωστούς πόσα προσέφερα στην εταιρία που δούλευα, πόσες φορές έκανα απλήρωτες υπερωρίες, πόσο δεν άκουσα ποτέ ένα μπράβο, πόσο με έκαναν στην άκρη για να βολέψουν την κόρη ή τον γιο του τάδε με μισθό καλύτερο από το δικό μου κι άλλα τέτοια. Κι ας πούμε πως όντως το αφεντικό μου ή ο προϊστάμενός μου ήταν για μπάτσες. Κι ας πούμε επίσης πως οι συνάδελφοί μου ήταν πράγματι γλειφτράκια του κερατά.
Όσα κι αν πούμε, δε θα παραδεχτώ ποτέ ότι έπρεπε να κουνηθώ και να ψάξω μια άλλη δουλειά νωρίτερα, πως έπρεπε να επιμορφωθώ, να πλασάρω τον εαυτό μου ως έναν σημαντικό τροχό της εταιρίας αντί να βλέπω άλλους να μου παίρνουν τη δόξα, πως η δουλειά μου ήταν λίγη από μόνη της και φταίω μόνο εγώ που τόσο καιρό καθόμουν και βολευόμουν, αν στην τελική δε με έδιωξαν επειδή απλώς σταμάτησα να προσφέρω το κάτι παραπάνω λόγω έλλειψης κινήτρων.
Δεύτερο παράδειγμα, από προσωπική εμπειρία, για να μη λέμε μόνο αερολογίες, το χειροπιαστό είναι αλλιώς· πολλά χρόνια πριν, χωρίζω από μια μεγάλη μου σχέση. Καλό παιδί, δε λέω, αλλά για μπάτσες, όπως το αφεντικό της προηγούμενης ιστορίας. Πολλά ξέρω από εκείνα που έκανε, μερικά τα υποθέτω και μόνη μου, δεν έχει σημασία όμως, το θέμα είναι αλλού. Με τον συγκεκριμένο άνθρωπο χωρίσαμε πολλές φορές και για διάφορους λόγους, γύρισε πίσω τις διπλάσιες, εγώ τον δέχτηκα σε όλες, εκτός από τις τελευταίες, επειδή κάπου τόσο μου πήρε για να μπει το μυαλό στο κεφάλι μου και να δω καθαρά πως ο τύπος μου έλεγε επί σειρά ετών παραμύθια που μάλλον δεν έχαφτα αλλά γούσταρα να πιστεύω, πως τον δεχόμουν πίσω κυρίως επειδή έπαιρνα μια άρρωστη χαρά να τον γεμίζω ενοχές για όλα εκείνα που «μου έκανε», πως ήμουν ένα βόδι και μισό που ήθελε και τα πάθαινε, πως αυτό που ζούσαμε δεν ήταν ο απόλυτος έρωτάς, αλλά ένα ψυχοπαθολογικό παιχνίδι επιβολής, πως για εκείνον ήμουν πάντα το βλήμα που του τόνωνε τον εγωισμό και για εμένα εκείνος ήταν μια κακή συνήθεια όπως το τσιγάρο.
Ξέρεις τι έκανα μέχρι να τα καταλάβω όλα αυτά; Πλάνταζα στο κλάμα, μιλούσα μερόνυχτα αναλύοντας τεταρτημόρια συμπεριφορών για να μου πουν όλα εκείνα που ήθελα ν’ ακούσω, γενικά ζούσα το δράμα μου σαν πρωταγωνίστρια σαπουνόπερας αντί να με μουντζώσω και να πάω παρακάτω μπας και βρω την ψυχική μου υγεία.
Και οι δύο ιστορίες έχουν κάτι κοινό· την αβάσταχτη ανάγκη αυτολύπησης, προκειμένου να καταστήσουμε τους εαυτούς μας μη-υπεύθυνους για κάτι κακό που μας συνέβη. Είναι παρηγορητικό, δε λέω, να σου κάνουν πατ-πατ στην πλάτη και να σου λένε με πονόψυχο ύφος «μην ανησυχείς, ο καθένας παίρνει στο τέλος αυτό που του αξίζει» κι άλλες τέτοιες κοελικές κλισεδούρες, είναι όμως διπλάσια ανακουφιστικό να αφήνεις την κλάψα, να παραδέχεσαι το ποσοστό της προσωπικής σου ευθύνης στο κάθε δράμα που περνάς και να στέκεσαι στα πόδια σου χωρίς να έχεις ανάγκη τη συμπόνοια κανενός. Χωρίς άλλωστε να θέλω να σε σοκάρω, όταν διηγείσαι τις συμφορές της ζωής σου σε κάποιον, αυτός ο κάποιος (αν δεν είναι η μάνα σου, ο αδερφός σου ή κάνας κολλητός που έδειξε την αξία του στο πέρασμα του χρόνου) είτε σε ακούει απλώς από περιέργεια, είτε δε νοιάζεται ούτε λίγο, απλά σου κάνει τον καλό ακροατή επειδή μέσα του νιώθει ανακουφισμένος που είναι σε καλύτερη φάση από εσένα.
Η αυτολύπηση δεν είναι πια της μόδας, βασικά δεν ξέρω αν ήταν και ποτέ. Ξέρω όμως πως όσο πιο νωρίς ένας άνθρωπος καταφέρει να χτίσει ώμους δυνατούς, ώστε να μπορεί να σηκώνει μόνος του τα βάρη της προσωπικής του ευθύνης, τόσο πιο ευτυχισμένος ζει στα υπόλοιπα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Οι επιλογές μας είναι δική μας δουλειά και οι επιλογές των άλλων δική τους, ακόμα κι αν αυτές οι ξένες επιλογές περιλαμβάνουν κι εμάς. Δεν μας έβαλε κανένας εκεί, ούτε συνεργαστήκαμε με κάποιον από σπόντα, ούτε σε σχέση βρεθήκαμε καταλάθος. Έχουμε συναινέσει στην κάθε μας συνύπαρξη, ποιος ο λόγος να κατηγορούμε κάποιον λοιπόν, είτε αφεντικό, είτε πρώην κολλητό, είτε ερωτικό σύντροφο, για τον τρόπο που μας φέρθηκε; Μαλάκας δεν είναι κανένας άλλος, πέρα από εμάς που καθίσαμε να ανεχτούμε λιγότερα από όσα αξίζαμε, ίσως επειδή βαθιά μέσα μας όντως πιστεύαμε πως τόσα μας αναλογούσαν.
Θέλει δουλειά με τον εαυτό μας και πολλές ώρες ενδοσκόπησης για να καταφέρει κανείς να τινάξει από πάνω του την αυτολύπηση, όταν όμως αυτό γίνει, είναι μια στιγμή απελευθέρωσης τόσο έντονης που θα έπρεπε να έχει το δικό της soundtrack -ίσως το «Ανήκω σ’ εμένα» του Μαζωνάκη, δεν ξέρω, αν σου έρχεται κάτι πιο κουλτουρέ γράψ’ το στα σχόλια. Είναι βολικό και ζεστό καταφύγιο η αυτολύπηση όταν πονάς, είναι όμως και πνευματική πτώση στο κενό, μια επιλογή παράλογη, σαν να θέλεις να αδυνατίσεις αλλά από τα νεύρα σου που αυτό δε γίνεται όσο γρήγορα θέλεις, εσύ να κάτσεις και να κατεβάσεις μια τούρτα στην καθισιά σου· θα την απολαύσεις, δε λέω, μόλις όμως σαβουριάσεις την τελευταία μπουκιά θα σιχαθείς τον ίδιο σου τον εαυτό για την αδυναμία του.
Κι αν όλα αυτά δε σου κάνουν, θυμήσου αυτό· όταν σε λυπάσαι, σε λυπούνται κι όποιον λυπάται κανείς συνήθως δεν τον σέβεται καθώς τον θεωρεί υποδεέστερο, έστω και χωρίς κακή πρόθεση. Αντί να σε λυπούνται λοιπόν, καλύτερα να επιλέξεις να σε σέβονται, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως ίσως χρειαστεί και να σε φοβούνται.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου