Ίσως πάνε πολλά χρόνια από τότε που κάποιος σε πήρε απ’ το χέρι και σε οδήγησε στο πρώτο σου σχολείο μα ακόμα ορκίζεσαι πως μπορείς να νιώσεις εκείνη τη γλυκιά αγωνία μπροστά στο άγνωστο που σου έσφιγγε το στομάχι. Τα χρόνια πέρασαν, το Δημοτικό έγινε Γυμνάσιο, το Γυμνάσιο έγινε Λύκειο και το Λύκειο με τη σειρά του Πανεπιστήμιο· το σφίξιμο ονομάστηκε επίσημα άγχος και το φτερούγισμα –υπό τους νέους όρους, των «μεγάλων»– ομοίως μα ακόμα κι έτσι στιγμή δεν έπαψες ν’ αγαπάς αυτήν την αίσθηση της νέας αρχής που συνέπιπτε τόσο ταιριαστά με το τέλος του καλοκαιριού.
Ίσως ήταν όνειρο, ίσως ήταν ανάγκη, ίσως πάλι και να σου προέκυψε στην πορεία· λες και το μυαλό σου δε χωρούσε την ενήλικη πραγματικότητα κι η καρδιά σου σε πρόσταζε να μη γίνεις σαν τον υπόλοιπο κόσμο που συνδέει τα ξεκινήματα με τις αλλαγές των αριθμών στις χρονολογίες μα να είσαι από εκείνους τους περίεργους τύπους που μετράνε τις πρωτοχρονιές με Σεπτέμβρηδες. Έγινες καθηγητής και το μόνο που άλλαξε είναι η θέση σου στην αίθουσα. Μα πόσο μπορεί η αλλαγή μιας θέσης να σου αλλάξει την κοσμοθεωρία;
Δε μιλάω για τους καθηγητές που σέρνονται σε ρημαδιασμένες αίθουσες κι αφήνονται στη μιζέρια ενός ρουτινιασμένου μέλλοντος που μόνοι τους έχουν προδιαγράψει, ούτε για όλους αυτούς που χωλαίνουν ακόμη περισσότερο ένα ήδη διαλυμένο εκπαιδευτικό σύστημα με τις σκουριασμένες τους αντιλήψεις.
Οι άνθρωποι που αναγνώρισαν πως η παιδεία είναι το μοναδικό όπλο που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο ουδεμία σχέση είχαν ποτέ με όλους εκείνους που βλέπουν τους μαθητές τους σαν νομισματικές ισοτιμίες ή, χειρότερα, σαν αναγκαίο κακό.
Είναι ευλογία να είσαι καθηγητής κι οι άνθρωποι που επέλεξαν το συγκεκριμένο επάγγελμα ακούγοντας την καρδιά τους γνωρίζουν τι εννοώ. Αυτοί οι άνθρωποι ξέρουν πως δεν αρκεί να μπαινοβγαίνεις σε μια αίθουσα ή να κάθεσαι σε μια έδρα για να αξιώνεσαι τον τίτλο σου. Καθηγητής σημαίνει να εμπνέεις περισσότερο απ’ όσο διδάσκεις, να προωθείς την ελεύθερη έκφραση περισσότερο απ’ την παπαγαλία και να υψώνεις πνεύματα αντί για τη φωνή σου. Να είσαι αρκετά ρεαλιστής ώστε να γνωρίζεις πως δεν μπορείς να βγάλεις τον καλύτερο εαυτό του κάθε παιδιού μα να είσαι ταυτόχρονα τόσο τρελός ώστε να ξεκινάς την κάθε σου μέρα πιστεύοντας πως ίσως αυτή να είναι η ευκαιρία σου να το καταφέρεις.
Να πηγαίνεις βάσει πλάνου μα να είσαι αρκετά ευέλικτος και να γνωρίζεις πως τα παιδιά κι οι ανάγκες τους δε συνάδουν πάντα με την ημερήσια ύλη. Να μη φοβάσαι το χάος όπως όλοι μα να κεντράρεις στη δημιουργική πλευρά του και να σου αρκεί το γεγονός πως έμαθες έστω και σ’ έναν άνθρωπο πως ουσιαστική παιδεία δεν είναι ο βαθμός του διαγωνίσματος μα η διαπίστωση πως η ουσία δεν είναι στους αριθμούς.
Κι όσο κι αν σε βαραίνει ώρες-ώρες η αποστολή σου, τόσο εύκολα να ξεχνάς τα ζόρια σου διαπιστώνοντας πως έχεις μια ικανότητα που δεν έχουν πολλοί άνθρωποι, ν’ αλλάζεις τη ζωή εκείνων που έτυχε να είναι ακροατήριό σου, έστω κι αν κάποιες στιγμές σε κοιτούν βαριεστημένα.
Να περνάει ο καιρός και να διαπιστώνεις πόσο πλασματική έννοια είναι ο χρόνος, πως είναι μέρες που οι ώρες τρέχουν αδυσώπητα κι άλλες που το ρολόι μοιάζει να σταματάει· κάποιες φορές να πιστεύεις πως μπορείς ν’ αλλάξεις τον κόσμο κι άλλες να σφίγγεις τα δόντια για να μην τα παρατήσεις.
Να γελάς με τα αστεία μιας γενιάς μακρινής απ’ τη δικιά σου, της οποίας το πνεύμα δε σε αφήνει ποτέ να γεράσεις, να δουλεύεις περισσότερο απ’ όσο φανταζόσουν και ν’ αντλείς όλη σου τη δύναμη απ’ τη σκέψη πως οι δάσκαλοι που γουστάρουν να διδάσκουν, πλάθουν μαθητές που γουστάρουν να μαθαίνουν, κι όλα ξαφνικά να σου φαίνονται λίγο πιο απλά.
Κι ας έρθουν να σου πουν πως δεν κάνεις τίποτα σοβαρό όλη μέρα, πως υπάρχουν άνθρωποι που κουράζονται περισσότερο από ‘σένα, πως δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς για εξάντληση εσύ που κάθεσαι τρεις μήνες το χρόνο· όσο κι αν εξοργίζεσαι στιγμιαία πάντα να το αφήνεις να περάσει επειδή θα ξέρεις πως τέτοιες ρήσεις λέγονται συνήθως από άτομα που μετράνε τις εργατομέρες με ένσημα κι όχι με χαμόγελα.
Θα σου το πουν άνθρωποι που η δουλειά τους τελειώνει στο γραφείο και δεν κάνουν άλλη τόση δουλειά στο σπίτι, που δε γνωρίζουν τι θα πει να περνάς τα βράδια σου πάνω από γραπτά, που δε νοιάζονται για τα ξένα παιδιά περίπου όσο νοιάζονται για τα δικά τους.
Ναι, είναι ευλογία να είσαι καθηγητής γιατί ποτέ δεν είσαι μόνο αυτό· είσαι ταυτόχρονα ψυχολόγος γιατί γνωρίζεις να δίνεις κίνητρα και να διαβάζεις ψυχές, είσαι γιατρός που πολεμάει μικρόβια και μικροασθένειες, είσαι ηθοποιός επειδή έχεις μάθει να χαμογελάς μπροστά στο κοινό σου όσο κι αν η καρδιά σου καταρρέει στα παρασκήνια, είσαι αστυνόμος, προπονητής μα πάνω απ’ όλα είσαι ένας δεύτερος γονιός που καλείται να σταθεί στο πλάι μιας γενιάς που σιχάθηκε ν’ ακούει πως δεν έχει μέλλον, που έχει ανάγκη να πιστέψει στην ικανότητά της να φτιάξει τον κόσμο απ’ την αρχή και χρειάζεται να χωνέψει πως τα λουλούδια που φυτεύεις μόνος σου μυρίζουν πάντα πιο όμορφα· μην την απογοητεύσεις.
Επιμέλεια Κειμένου Φρόσως Μαγκαφοπούλου: Πωλίνα Πανέρη