Τη χτίζουμε οι άνθρωποι την εικόνα μας λιθαράκι-λιθαράκι. Μπαζώνουμε τα κενά μας με δήθεν ευτυχίες, κολλάμε τα κομμάτια μας με εγωισμό και συνθέτουμε  αυτό που τάχα μου είμαστε όπως μας συμφέρει, όπως θέλουμε να είναι. Άλλοι φοράμε απλά μια μάσκα, άλλοι ολόκληρη πανοπλία ενώ μερικοί σκληροπυρηνικοί χτίζουμε τείχη ολόκληρα· το θέμα είναι να νιώθουμε ασφαλείς, το θέμα είναι να μην ξέρει ο κόσμος.

Είμαστε όλοι δυναμικοί, άτρωτοι, με ένα εγώ απροσπέλαστο. Δεν πληγωνόμαστε, για όνομα, πάθαμε και μάθαμε, δε μας αγγίζει τίποτα. Είμαστε αναίσθητοι εμείς, αναγκαστήκαμε να γίνουμε, αλλά γίναμε και τους ευαίσθητους πλέον τους παίρνουμε στο ψιλό. Δεν πιστεύουμε στον έρωτα, αυτά είναι παραμύθια για να παίρνει ο ύπνος τα μωρά. Ούτε ζηλεύουμε, τι είμαστε τίποτα ηλίθιοι να δείχνουμε την αδυναμία μας στον κάθε τυχάρπαστο; Αδυναμία είπα; Ναι, καλά. Μην πω για πίστη, αφοσίωση και τέτοια, ποιος τα έχασε για να τα βρούμε εμείς;

Εμείς είμαστε το κάτι άλλο· αν μας πληγώσεις θα φύγουμε και δε θα κοιτάξουμε πίσω, ανάγκη δεν έχουμε κανέναν. Φωτιά τη βάζουμε τη ζωή μας και την καίμε αν μας τη βιδώσει, οπότε όχι πολλά-πολλά μαζί μας. Κι ούτε να σου περάσει απ’ το μυαλό πως μας νοιάζουν όσοι έφυγαν από δίπλα μας ενώ θέλαμε να μείνουν εκεί, στο καλό και με μια καλή τύχη. Ανωτερότητα το λένε, αν δεν έχεις ακουστά κι από αυτήν εμείς έχουμε μπόλικη.

Είμαστε υπέροχοι, πράγματι. Τουλάχιστον μέχρι να κλείσουν οι πόρτες· μέχρι να μείνουμε μόνοι μας, τότε που το εγώ μας αναμετράται με τον καθρέφτη μας κι η ψυχή μας μένει χωρίς ρούχα. Εκείνη τη στιγμή που ένα μάτσο ντουβάρια γίνεται το σύμπαν μας και το μέσα μας πονάει απ’ το βάρος που σήκωνε όλη μέρα. Αυτό που όλοι εκεί έξω το δείχνουν με θαυμασμό εμείς μόλις το πετάξαμε στη γωνία του δωματίου και το κοιτάμε με αηδία.

Επειδή τώρα που μείναμε εμείς κι εμείς ξέρουμε πως τζάμπα καμωνόμαστε τους σπουδαίους, ανθρωπάκια του κερατά είμαστε, αδύναμα και μικροπρεπή και δεν ξέρουμε τι πονάει πιο πολύ, η διαπίστωση ή το γεγονός πως δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε την αλήθεια; Ένα βουνό χάλια· τι το χτίζουμε όλο αυτό το τέρας αφού δεν έχουμε ώμους να το κουβαλήσουμε; Ένα κενό νιώθουμε, έναν αντίλαλο που σπάει τύμπανα και ζητιανεύει αγκαλιές.

Θυμάσαι εκείνες τις ταινίες φαντασίας που ο ψυχασθενής επιστήμονας φιλοδοξούσε να δημιουργήσει ένα τέρας με υπερφυσικές δυνάμεις κι όταν το κατάφερνε μετά από χρόνια επισταμένης προσπάθειας, εκείνο αποκτούσε τόση δύναμη που τον κατασπάραζε; Ε, αυτό κάνουμε κι εμείς με την ψυχή μας. Νομίζουμε πως μπορούμε να την κόψουμε και να τη ράψουμε στα μέτρα μας κι αυτή κάνει ένα έτσι και μας κάνει μια χαψιά.

Οι χαζοί, νομίζουμε πως επειδή οι καταστάσεις μας πόνεσαν κατάφεραν και να μας σκληρύνουν. Αμ δε. Ίδιοι είμαστε, ίδιοι κι απαράλλακτοι· απλά σπουδάσαμε να κρυβόμαστε και κάναμε μεταπτυχιακό στην προσποίηση. Αλλιώς δε θα έτρεμε το πόδι μας στη θέα του ανθρώπου που μας σημάδεψε· δε θα σφιγγόταν το στομάχι μας όταν ακούγαμε για τις επιτυχίες του, δε θα πονούσε η θύμησή του, δε θα χάναμε τον κόσμο στη σκέψη πως μας ξέχασε. Κι ας του ευχόμαστε τα καλύτερα κι ας πείσαμε τον κόσμο, μαζί κι εμάς, πως προχωρήσαμε.

Αν όντως ήμασταν οι υπέροχοι άνθρωποι που πιστεύουμε πως είμαστε θ’ αρπάζαμε τη ζωή απ’ το κεφάλι και θα τη ζούσαμε χωρίς να νοιαζόμαστε τι θα πει ο ένας και πώς θα μας κοιτάξει ο άλλος. Θα λέγαμε εκείνο το «σε θέλω», εκείνο το «μου λείπεις», εκείνο το «αν δε με πάρεις αγκαλιά απόψε δε θα τη βγάλω τη νύχτα, να ξέρεις» κι ας τρώγαμε τα μούτρα μας.

Θα παραδεχόμασταν πως η ηδονή που χαρίζει το σεξ από έρωτα δεν έχει καμία σχέση με τις ξεφτισμένες μα βολικά περιστασιακές ξεπέτες, θα μιλούσαμε ανοιχτά στον άνθρωπο τον οποίο έτυχε να ερωτευτούμε, θα βουτούσαμε στο όνειρο κι όπου έβγαινε, αν έβγαινε.

Δε θα κάναμε δουλειές που μας πνίγουν, δε θα φοβόμασταν να ονειρευτούμε επειδή μας κλήρωσε η ζωή να είμαστε νέοι στην πιο σκατένια εποχή, δε θα ράγιζε η ψυχή μας μπροστά στην αδικία που κατακλύζει τον πλανήτη ούτε θα δεχόμασταν το άδικο σαν φυσικό κομμάτι της ζωής.

Θα εξαγριωνόμασταν, θα επαναστατούσαμε και θα το νικούσαμε, δε θα του επιτρέπαμε να κυκλοφορεί ατιμώρητο και να θερίζει ανθρώπους. Δε θα κρυφοελπίζαμε πως κάποιος θα μας αγαπήσει και θα μας σώσει, θα το κάναμε μόνοι μας, όπως τόσο περίτρανα ισχυριζόμαστε πως μπορούμε.

Είναι δύσκολοι καιροί για ευαίσθητους όμως, οπότε άκυρο το όνειρο, συνεχίζουμε κανονικά την προσποίηση. Ίσως κάποτε καταφέρουμε να γίνουμε αυτά που πρεσβεύουμε μπας και σωθούμε, μπας και μπορέσουμε να ισορροπήσουμε. Ίσως κάποτε έρθει η μέρα που θα μάθουμε να γυρνάμε την πλάτη στ’ αλήθεια, που δε θα ονειρευόμαστε το ακατόρθωτο κι η καρδιά μας θα ξαναείναι ολόκληρη κι όχι κολλημένη όπως-όπως σε λειψά κομμάτια.

Μπορεί στο μέλλον όντως να μη μας νοιάζει για τίποτα άλλο πέρα απ’ τον εαυτό μας, μπορεί να μη λυγίζουμε σαν τους ηλίθιους, να γίνουμε τα ρομπότ που τόσο ονειρευτήκαμε.

Μπορεί κάποτε να γίνω κι εγώ όσα οι άλλοι νομίζουν πως είμαι.

Ίσως κάποτε, αλλά όχι σήμερα.

 

Επιμέλεια Κειμένου Φρόσως Μαγκαφοπούλου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου