Σταμάτησες να συζητάς γι’ αυτό από καιρό -κι ας σου καίει έκτοτε την ψυχή εκείνη η αίσθηση εκκρεμότητας που άφησες να σε κουμαντάρει. Ούτε απόψε δε θα είναι η νύχτα που θα είσαστε μαζί, όπως δεν ήταν ούτε χθες, όπως δε θα είναι ούτε αύριο.
Θες να τη δεις, αλλά δε θέλεις να το ξέρει, θέλεις να αφεθείς, αλλά χωρίς να καταλάβει πως έχει δύναμη πάνω σου, θέλεις να την κρατήσεις, αλλά καίει και μόνο που την ακουμπάς. Δε βαριέσαι, μωρέ, πάει, πέρασε· κι ας ξέρεις πως αυτό που σε αρρωσταίνει είναι το φάρμακο που μπορεί να σε γιατρέψει.
Δεν πειράζει, όμως, θα κρυφοκοιτάξεις λίγο τη ζωή της απ’ όπου μπορείς και μετά θα συνεχίσεις τη νύχτα σου σαν να μην έγινε τίποτα. Από διαθέσιμο κόσμο βρομάει ο τόπος, τόσα πρόθυμα χέρια έχει τριγύρω, θα βρεις ένα ζευγάρι και θα μπεις μέσα, να σου φύγει λίγο, ρε παιδί μου, το μεράκι. Στην ανάγκη θα σκρολάρεις λίγο στο Facebook, θα καβλαντήσεις με γκομενοειδή που βγαίνουν σε κόπιες των χιλίων, θα απαντήσεις σε μηνύματα χαμηλής νοημοσύνης, θα κάνεις γνωριμίες του κιλού σε κανένα μπαράκι της κακιάς ώρας και θα περάσει κι αυτό το βράδυ, πού θα πάει.
Δεν είναι το ίδιο, όμως, το ξέρεις καλά, όλοι το ξέρουν· και δεν υπάρχει χειρότερη στιγμή από εκείνη που το συνειδητοποιείς, συνήθως κάπως άτσαλα, σε σεντόνια που διαδικαστικά ίδρωσες ή το επόμενο πρωί. Δεν κυλάει, μάτια μου, η ενέργεια σε όποιο κορμί να ‘ναι, δεν ηρεμεί έτσι απλά το λυσσασμένο σου εγώ, δεν μπορείς να εντυπωσιαστείς για παραπάνω από λίγες ώρες με άλλο μυαλό, δε μυρίζει κανένας λαιμός όπως εκείνος ο ένας λαιμός. Μην το παραδέχεσαι, δεν πειράζει, φτάνει που μέσα σου ξέρεις.
Έλα όμως τώρα, κόψε τις βλακείες, μεγάλα παιδιά είμαστε, «υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές», «αν δε θέλει μία, εσύ δε θέλεις δέκα», «θα σε εκτιμήσει όταν σε χάσει» κι άλλα τέτοια γραφικά. Σενιαρίσου τώρα, ψυχικά κι εμφανισιακά, αρωματίσου και βγες να κάνεις κι απόψε τη βόλτα σου. Ίσως η δυνατή μουσική κάνει τις φωνές στο κεφάλι σου να το βουλώσουν επιτέλους, ίσως κάνεις δυο-τρεις γνωριμίες ακόμα που θα καταλήξουν τόσο δραματικά ίδιες με τις προηγούμενες, ίσως επιτέλους να είναι το πρώτο βράδυ που δε θα αναρωτηθείς πού στο διάολο ξενυχτάει και με ποιον.
Και για να έχουμε καλό ρώτημα, για πες μου τώρα που μείναμε μόνοι μας· εσύ στα πόσα κρεβάτια ξέχασες; Σου πρόσφεραν χαρά τα εφήμερα συναισθήματα, σου γέμισαν τη ζωή τα δήθεν πάθη σου, επιβεβαιώθηκες πως μετράς ακόμη δίπλα σε ανθρώπους που δεν αποτελούν απειλή για το χρονοδιάγραμμα γύρω απ’ το οποίο έχεις οργανώσει τη μελλοντική σου ευτυχία; Να σου πω κάτι τώρα; Μετράς, μάτια μου, τζάμπα ανησυχείς, μετράς και πολύ μάλιστα, αλλά όσο δε σου το επιβεβαιώνει ο άνθρωπος που πρέπει, άδικα ψάχνεις σε ηδονές δεύτερης κατηγορίας, πάντα λειψός θα νιώθεις. Εκεί το χάνεις.
Για πες τώρα, βρήκες τελικά σε κανένα από εκείνα τα κορμιά τίποτα που να θυμίζει έρωτα, ή δε θέλεις να θυμάσαι πια τι σημαίνει αυτό ούτε γι’ αστείο; Πόσες φορές κοίταξες το κινητό σου για να δεις αν είναι online, πόσες φορές σε ένα βράδυ είπες πως δε θα κάνεις πάλι εσύ την αρχή, πόσο σιχαίνεσαι εκείνους που της την πέφτουν, πόσο αναρωτήθηκες αν σε ψάχνει όσο εσύ; Πόσο καλά έδειξες σε όλους ότι πέρασες, ενώ μέσα σου ευχόσουν να σε έβρισκε το κωλοσάββατο για αλλαγή αγκαλιά της στον καναπέ να βλέπετε ταινία;
Είπαμε, δε θα ξανακάνεις εσύ την αρχή, τέλος. Ζήσε, λοιπόν, την ίδια νύχτα χίλιες φορές με δική σου ευθύνη, κάψε τα συναισθήματά σου στην πυρά όπως έκαιγαν τις μάγισσες στο Μεσαίωνα, κάνε πως δε νιώθεις, πως δεν πιστεύεις, πες μας ξανά πως δεν ερωτεύεσαι, πως δεν αντέχεις άλλο τη φασαρία που προκαλεί η ύπαρξή της στη στοιχισμένη σου ζωή και στείλε την εγκληματική εκείνη εξάρτηση που σας δένει στο διάολο, αρκετά ψυχικά αποθέματα σου μάσησε τόσο καιρό με τις απαιτήσεις και τα ξεσπάσματά της.
Μάθε, όμως, πως οι καψούρες που χρειάζονται χειρουργείο δε γιατρεύονται με έρωτες-παυσίπονα, δεν εκλογικεύεται η παράνοια που κάνει τα γόνατά σου να λύνονται όταν συναντιούνται τυχαία τα βλέμματά σας στο δρόμο, πως όταν ασυνείδητα σου επιβάλει η καρδιά σου να ηλεκτρίζεσαι για κάποιον άνθρωπο δεν έχει πάτημα το κεφάλι σου να τον καθαιρέσει τόσο απλά κι ας κάνει άτσαλες κινήσεις η λογική σου να σε απελευθερώσει, αναγκάζοντάς σε να λες σκληρά λόγια και να θεοποιείς εγωισμούς-ασπίδες.
Μάθε επίσης πως πιθανότατα της λείπεις όσο σου λείπει, πως ίσως παρακαλάει να υπερβείς τα εσκαμμένα σου για να νιώσει πως δεν είναι τόσο περιττή όσο την έκανες να αισθάνεται, πως ίσως απλά η συμπεριφορά σου δεν της άφησε περιθώρια να σου ρημάξει τη ζωή όσο γλυκά φοβήθηκες πως θα το κάνει.
Αλλά τι σου λέω, αυτά τα ξέρεις ήδη. Δε θα κάνεις όμως τίποτα, αυτό είναι το πρόβλημα· προτιμάς να χάσεις εκείνη αντί να χάσεις τον εγωισμό σου κι αυτή η αρρώστια δε γιατρεύεται, καρδιά μου. Κάνε, λοιπόν, πως δεν καταλαβαίνεις πόσο τυχεροί είναι οι άνθρωποι που ερωτεύονται σε μια εποχή που μισεί τον έρωτα και κλείσε τα μάτια και τα αυτιά σου για να καταφέρεις να πας παρακάτω αλώβητος, για να πειστείς πως δεν ήταν αμοιβαίο, πως δεν πόνεσε. Βολέψου. Σαν βρισιά δεν ακούγεται; Βρισιά είναι. Βολέψου, λοιπόν, με όλες αυτές που σε κάνουν καλά, μα όσο εύκολο κι αν είναι αυτό, ένα να θυμάσαι: χάλια θα έχει τη δύναμη να σε κάνει μόνο μία, εκείνη.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη