«…και ο πρίγκιπας φίλησε την πριγκίπισσα, κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.»
«Κι έζησαν ευτυχισμένοι θεία;»
«Ναι, αγάπη μου.»
«Για πάντα;»
«(αίσθημα έντονης σύγχυσης) Ε…, ναι.»
«Και κάνανε και παιδάκια;»
«Λογικά.»
«Και η κακιά μάγισσα πέθανε για πάντα, έ;»
«Η συγκεκριμένη ναι καρδούλα μου, πέθανε για πάντα, αλλά υπάρχουν και άλλες μάγισσες στον κόσμο, ξέρεις.»
«Όχι θεία, αυτό δεν γίνεται, σε κανένα παραμύθι δεν ήρθε καινούριος κακός μετά το τέλος!»
Σιωπή η θεία. Σε κανένα παραμύθι δεν ήρθε καινούριος κακός μετά το τέλος. Και κοιτάς τα θυμωμένα παιδικά ματάκια έτσι άμαθα όπως είναι ακόμα στις σαρκοβόρες προεκτάσεις της ανθρώπινης φύσης, και η γλυκόπικρη διαπίστωση με την οποία σε προίκισε ο χρόνος σου τσούζει λιγάκι τη γλώσσα. Tα ματάκια αυτά απαιτούν μια εξήγηση. Εσύ ένα παραμυθάκι για καληνύχτα πήγες να της διαβάσεις, πώς βρέθηκες μπλεγμένη σε μια τέτοια συζήτηση; Και γιατί οι παιδικές ερωτήσεις, αν και φαινομενικά απλές, έχουν πάντα τόσο βαθιές προεκτάσεις;
Αναπόφευκτα γυρνάς τον χρόνο πίσω και θυμάσαι. Θυμάσαι όλα αυτά που σου μάθανε γιαγιάδες, θείες και σχολείο και συνειδητοποιείς πόσο χειριστικά μας πλάθει η κοινωνία σε καρικατούρες κοινωνικών και συναισθηματικών στερεοτύπων, ρόλων που παγιώνονται με το πέρασμα του χρόνου σαν κάτι φυσιολογικό. Οι ηρωίδες των παιδικών σου χρόνων, που τότε φάνταζαν τόσο υπέροχες μέσα στα φανταχτερά τους φορέματα και στα κρυστάλλινα γοβάκια τους, ξαφνικά σου μοιάζουν τόσο αβοήθητες και εξαρτημένες που καταντάει γελοίο.
Γιατί όσο και αν ενστερνίστηκες τον ρόλο της ανεξάρτητης γυναίκας με δουλειά, σπίτι, αυτοκίνητο και ολόδικές της πολιτικές απόψεις, σε πληγώνει που κάτι μέσα σου ζητάει έναν πρίγκιπα ικανό να σου χαρίσει την ψευδαίσθηση πως μπορεί να σε σώσει από τους δαίμονές σου. Πως θα βρεθεί στο δρόμο σου μαγικά κάποιος που θα τα λύσει όλα με ένα φιλί. Σάμπως και οι άντρες δεν νιώθουν κάπως έτσι; Σου είπε κανείς πως ίσως δεν θέλησαν όλοι να παριστάνουν εσαεί τους νταγλαράδες, αλλά αναγκάστηκαν να το κάνουν φοβούμενοι την ρετσινιά του «λίγου»; Ούτε αυτούς τους ρώτησε κανείς πόσο απάνθρωπο είναι να ζούνε τη ζωή τους αναγκασμένοι να λύνουν ξόρκια δίνοντας αβέρτα μάχες και φιλιά αληθινής αγάπης. Και άντε, εγώ τα κατάλαβα όλα αυτά, τί να κάνω τώρα με το πεντάχρονο Λιζάκι που με κοιτάει με αυτά τα γουρλωμένα μάτια; Η φωνή στο κεφάλι μου ουρλιάζει την κυνική αλήθεια.
Δεν σου τα είπανε καλά, κοριτσάκι. Και δεν ήθελα να το μάθεις από μένα.
Άκου λίγο πώς έχουν τα πράγματα, τώρα, όσο είναι νωρίς.
Μάθε μικρό μου πως σε αυτόν τον κόσμο δεν νικάει πάντα το καλό, πως δεν παίρνουν όλοι αυτό που τους αξίζει, και -όσο άδικο και αν σου ακούγεται- έρχεται η στιγμή που το παίρνεις απόφαση. Ο κακός λύκος του παραμυθιού δεν είναι πάντα κακός, κάποιες φορές απλά πεινάει. Ούτε η κακιά μάγισσα γεννήθηκε το απάνθρωπο τέρας που σου είπανε. Κάποιος, κάπου κάποτε ίσως της έσπασε την καρδιά και την θύμωσε. Υπάρχουν πριγκίπισσες που δεν έχουν ανάγκη να σωθούν γιατί ξέρουν να πατάνε στα πόδια τους και βασίλισσες που γλιτώνουν μόνες τα βασίλεια τους από τις κανονιές των εχθρών. Δεν είναι όλοι οι πρίγκιπες όμορφοι, ούτε όλοι οι ιππότες γενναίοι. Υπάρχουν βασιλόπουλα που αγαπάνε πολλές πριγκίπισσες και στρατιώτες που φοβούνται να τραβήξουν σπαθί. Και οι κακοί δεν σκοτώνονται πάντα στο τέλος, ούτε λύνονται όλα τα μάγια με ένα φιλί. Και γενικά μικρό μου, δεν ζούνε πάντα αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Άσ’ το μικρό μου, δε θα σου πώ τίποτα.
Θα τα μάθεις όλα όταν έρθει ο καιρός, όπως τα έμαθα κι εγώ, και η μαμά και η γιαγιά σου. Άλλωστε, καλό είναι να γκρεμίζεις κάστρα δικά σου και όχι άλλων.