Απογευματινή συνάντηση στο γνωστό στέκι, ξέρεις, από εκείνες που ξεκινάνε με καφέ και καταλήγουν σε ποτά. Οκτώ νοματαίοι, ο καθένας με τα δικά του. Προβλήματα, άγχη, λόξες. Και τι δεν είπαμε. Για τον καιρό θέλεις; Για το πόδι του Σωτήρη που ακόμα δεν έστρωσε από το χειρουργείο; Για το τουρνουά που κέρδισε η Λένα στο τένις; Για την πρώην συμμαθήτριά μας τη Χριστίνα που έμπλεξε με παντρεμένο; Ώπα, κάτσε λίγο. Έμπλεξε η Χριστίνα με παντρεμένο; Η Χριστίνα, που πίστευε στις παντοτινές αγάπες και γέμιζε το θρανίο μας με υπερμεγέθη L.F.E; Έλα Χριστέ και Παναγία, τι ανάγκη είχε να μπλεχτεί σε τέτοια ιστορία εικοσιπέντε χρονών κορίτσι; Και πάνω εκεί που η συζήτηση είχε πάρει φωτιά, πήρε η μπάλα ολόκληρη την πόλη.
Ιστορίες να θες. Ο ένας έμπλεξε με την παντρεμένη αφεντικίνα του, ο άλλος διέλυσε το σπίτι του για την φοιτήτρια της απέναντι πολυκατοικίας και η Χριστίνα σιγοέλιωνε τα βράδια περιμένοντας το μεσήλικο αγόρι της να κλειδωθεί στο μπάνιο για να την πάρει ένα ρημαδοτηλέφωνο. Κρυφά. Κάτι που λογικά έμοιαζε τόσο διασκεδαστικό στην αρχή, κατέληξε όμως θηλιά που μαγκώνει τόσο λαιμούς, όσο καρδιές, και δη εικοσιπεντάχρονες. Βλέπεις, δεν είναι και εύκολο πράγμα να ενστερνίζεσαι οικειοθελώς το ρόλο της δεύτερης επιλογής. Γιατί το πιστεύω, έτσι ένιωθε το Χριστινάκι τον τελευταίο καιρό. Δεύτερη.
Όλοι λοιπόν, ανέφεραν κάποιον γνωστό που καταστράφηκε περιμένοντας το άλλο του μισό να χωρίσει, και εγώ να ακούω προσεκτικά, σκεφτόμενη αν η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα. Ποιον, δηλαδή, να κατηγορήσεις σε μια τέτοια ιστορία; Tον μοιχό, που αναίσχυντα γελοιοποιεί αξίες όπως πίστη και οικογένεια για λίγες σπίθες ενθουσιασμού, ή την πέτρα του σκανδάλου που θεοποιεί προσωπικά θέλω και παρορμήσεις, απολαμβάνοντας την ψευδαίσθηση του μοιραίου που προσδίδουν ιστορίες σαν και αυτή; Δηλαδή ρε παιδί μου, να την κατηγορήσω τη Χριστίνα ή όχι;
Πίστεψε με, η Χριστίνα που ήξερα δεν ήταν καμία χαζή. Ίσως ερωτεύτηκε το σωστό άτομο τη λάθος στιγμή. Ίσως υπέφερε παραπάνω απ’ όσο μπορούμε να υπολογίσουμε τα βράδια εκείνα που τον περίμενε γεμάτη αγωνία, για να λάβει αποκαρδιωτικά μηνύματα τύπου «Θα μείνω μέσα σήμερα, ο μικρός ανέβασε πυρετό» και να αποκοιμηθεί βρίζοντας τη ζωή της που δεν είχε δικαίωμα να του θυμώσει. Αφού μπήκε σε αυτή την ιστορία με τη θέλησή της. Έτσι κι αλλιώς, ήταν ζήτημα χρόνου να χωρίσει, έτσι της είχε πει. Ή μήπως όχι; Όχι, αυτός δεν ήταν σαν τους άλλους, αυτός το εννοούσε όταν της έλεγε πως μόνο μαζί της θέλει να’ναι. Ή μήπως όχι;
Για να λέμε την αλήθεια, δεν μπλέκεις εύκολα σε τέτοιες ιστορίες. Εκτός και αν είσαι άτυχος και σε λαβώσει ο έρωτας την πιο ακατάλληλη στιγμή. Γιατί συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, οπότε μη βιαστείς να κρίνεις, δεν ξέρεις τι σε περιμένει στη γωνία. Τώρα υπάρχει και η περίπτωση να είσαι από εκείνους τους παρασιτικούς οργανισμούς που γουστάρουν να ζουν μολύνοντας ξένες ευτυχίες, ή από τα άτομα αυτά που αναζητούν την αδρεναλίνη όπως οι Σκανδιναβοί τον ήλιο. Από την άλλη, τι φταις κι εσύ; Εσύ ελεύθερος είσαι, ό,τι θέλεις κάνεις. Θέλεις να ζήσεις βίο ανέφελο; Τον ζεις. Θέλεις να διαλύσεις το σπίτι ενός ανθρώπου που σου υπογράμμισε την ανεντιμότητά του τη στιγμή που σου έστειλε εκείνο το πρώτο κρυφό μήνυμα, πληκτρολογημένο με χέρι που φέρει υπερήφανα χρυσό χαλκά; Το κάνεις και αυτό. Και στην τελική, εδώ δεν υπολόγισε αυτός την οικογένειά του, θα την υπολογίσεις εσύ;
Γιατί ο παντρεμένος άνθρωπος ξέρει, όσο πιστευτά και αν σου πουλήσει το παραμυθάκι του πως είναι «σε διάσταση», όσο και αν θέλεις να πιστέψεις πως ζει με τη γυναίκα του συμβατικά, «για τα παιδιά». Ξέρει πως η ανασφάλειά του τον οδήγησε σε σένα, πως η ανάγκη του για επιβεβαίωση ξεπερνά κάθε ηθικό φραγμό. Άγεται και φέρεται γνωρίζοντας πως δεν πρόκειται να εγκαταλείψει το σπίτι του, γιατί αν τολμούσε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της απόφασής του θα το είχε κάνει ήδη και θα ήταν εκεί, μαζί σου. Κατά βάθος τη γουστάρει τη ζωούλα του, έτσι ζωούλα όπως είναι, ιδίως τώρα που εμφανίστηκες εσύ και την έκανες λίγο πιο ενδιαφέρουσα. Όχι όμως και να χάσει τα σιδερωμένα του ρουχαλάκια για μερικά κρεβάτια, αυτό πάει πολύ.
Τη δικαιολόγησα τη Χριστίνα στο μυαλό μου, ίσως δεν έφταιγε αυτή. Ευκολόπιστη ήταν πάντα η καημένη, όχι κακιά. Πώς να κατηγορήσεις έναν άνθρωπο γνωρίζοντας πως κλωτσάει τα πιο δροσερά του χρόνια στο βωμό ενός κάλπικου πάθους επιτυχώς πλασαρισμένου ως κρυφή αγάπη; Λες και δεν είναι ήδη τιμωρημένη που κοιμάται χώρια από αυτόν που τόσο λαθεμένα διάλεξε η καρδιά της ως μοναδικό. Γιατί θα έρθει ο καιρός, και η κοινή λογική θα της πετάξει την αλήθεια κατάμουτρα: δεν ήσουν ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία. Γιατί, μεταξύ μας, όσο εύκολα κάποιος προδίδει τον άνθρωπό του για σένα, τόσο εύκολα θα προδώσει κι εσένα για κάποιον άλλο.