Ανέκαθεν ήταν ψυχοβγάλτης ο Μάιος· πάντα περιελάμβανε ένα «λίγο ακόμα έμεινε», πολλά «όπου να ‘ναι» κι άλλα τόσα «ωχ» και «ουφ». Έτσι λοιπόν περνούσαν οι μέρες του, έτσι περνάνε ακόμα, εδώ που τα λέμε. Μια αντίστροφη μέτρηση μπουρδουκλωμένη με λίγη εξάντληση, βάλε και λίγη παιδική προσμονή και περιέγραψες με απόλυτη ακρίβεια αυτό που συμβαίνει στα κεφάλια όλων κάθε πέμπτο μήνα του χρόνου.
Όχι πως είναι φρόνιμο να ζεις στο ρελαντί, να περιμένεις δηλαδή κάτι να αλλάξει για να κάνεις αυτά που θέλεις, αλλά η προσμονή του Μαΐου είναι γλυκιά, πώς να το κάνουμε; Περιμένεις το καλοκαίρι και μετράς αντίστροφα προς αυτό, θέλεις σε μέρες, θέλεις σε παγωτά, θέλεις σε βουτιές, πάντως μετράς με μονάδες μέτρησης ευχάριστες κι όχι βαρετές. Θέλεις να ξεγνοιάσεις, ρε παιδί μου, τόσο από το κρύο όσο κι από τους κρυόκωλους τριγύρω, έσκασες.
Το κακό κουσούρι με το συγκεκριμένο countdown το πάθαμε κάπου στην αρχή των σχολικών μας ετών, τότε που περιμέναμε το καλοκαίρι για να κοιμηθούμε λίγο παραπάνω, για να μη νυχτώνει γρήγορα και να μπορούμε να παίζουμε έξω μέχρι αργά, για να μη διαβάζουμε, να μην πηγαίνουμε αγγλικά-γαλλικά-πιάνο, να πάμε επιτέλους κατασκήνωση ή να φύγουμε σε κάποιο εξοχικό και να γυρίζουμε στις παραλίες με το μαγιό μέχρι να μας μπερδεύουν οι ντόπιοι με Αιθιοπάκια.
Μεγαλώνοντας οι έννοιες μας άλλαζαν μορφή, κινούνταν όμως πάντα στην ίδια βάση· η αρχή του καλοκαιριού σήμαινε το τέλος των εξετάσεων, βράδια χωρίς τη μαμά να μουρμουρίζει «κοιμήσου, έχεις σχολείο το πρωί», εξόδους άρα και γκομενίσματα, μαυρισμένη όψη, καλοκαιρινούς έρωτες, ξεγνοιασιά, ξεκούραση, βόλτες με τους φίλους μας, μόνο ωραίες εμπειρίες γενικά, από εκείνες που τις θυμάσαι χρόνια μετά κι είτε σε κάνουν να ντρέπεσαι είτε να αναπολείς νοσταλγικά.
Σαν φοιτητές, πάλι η αναμονή ίδια κι απαράλλαχτη, με μόνο αγκάθι την επιστροφή στο πατρικό για μερικούς μήνες, αν κι αγκάθι ίσως να μην το έλεγες καθώς σου άρεσε που έβλεπες ξανά τους σχολικούς σου φίλους οι οποίοι επέστρεφαν με τη σειρά τους στα δικά τους πατρικά, που ανταλλάσσατε εμπειρίες, που συνειδητοποιούσατε αλλαγές, που ζούσατε την πόλη σας αλλιώς, ως μεγάλοι πια κι όχι ως σχολιαρόπαιδα, που τέλος πάντων έτρωγες για λίγο διάστημα κανένα φαγητό της προκοπής και γλύτωνες το σκορβούτο στο παρά τσαφ.
Αυτή η αντίστροφη μέτρηση πάντα συνέπιπτε με πλάνα διακοπών, εξορμήσεων, κλείσιμο εισιτηρίων, μίνι εξορμήσεις στους πρώτους καύσωνες για να ξορκιστεί ο χειμώνας, ανανέωση γκαρνταρόμπας, σε έπαιρνε με λίγα λόγια μουντρούχο και σε έκανε ήλιο καλοκαιρινό μέσα σε λίγες ημέρες, αρκεί να έφτανε η στιγμή που θα έβαζες τα πουλόβερ σου στα πάνω ντουλάπια για να μην τα βλέπεις και θα τα αντικαθιστούσες με ελαφριά κοντομάνικα και υφάσματα που άφηναν επιτέλους την ψυχή σου να αναπνεύσει.
Μη σε σκλαβώνουν τα χρόνια που πέρασαν, εσύ να το περιμένεις πάντα το καλοκαίρι, να την κρατάς αυτήν την παιδικότητα για όσο περισσότερο μπορείς, ει δυνατόν και για πάντα, κι ας πέρασε καιρός πια από τότε που οι διακοπές σου κρατούσαν τρεις μήνες, κι ας αρκείσαι πλέον σε δεκαπέντε (το πολύ) κουτσές μέρες. Να το περιμένεις και να του δίνεις την αξία που του πρέπει, γιατί το καλοκαίρι είναι στιγμές και το ίδιο είναι κι η ζωή σου.
Να μη χάνεις ευκαιρία για εκδρομές κι ας μην μπορέσεις τελικά να πας διακοπές, να αγαπάς το σώμα σου και να το φροντίζεις όπως του αξίζει κι άσε αυτά που θεωρείς «ατέλειες» να πάνε στο διάολο. Να σε κακομαθαίνεις με φαντεζί κοκτέιλ, αυθόρμητες εξόδους, παγωτά κι άσκοπες βόλτες. Να σε χάνεις για να σε ξαναβρείς, να βλέπεις τον εαυτό σου να γίνεται κάθε μέρα και πιο όμορφος εξαιτίας της ψυχής σου που άνοιξε όπως ο καιρός και να λες και κάνα δυο «δε βαριέσαι», δε θα πάθεις και τίποτα!
Κι αν βρεις ποτέ τον εαυτό σου να μην ενθουσιάζεται πια με παγωτά-πατούσες, φανταχτερά φουσκωτά σε μορφή φλαμίνγκο και τον λουκουματζή στην παραλία, κάνε ένα βήμα πίσω κι αναθεώρησε· το παιδί που κάποτε ήσουν θα ήταν ευτυχισμένο με αυτά και το παιδί αυτό δεν έφυγε ποτέ από μέσα σου, απλά έμαθε με τα χρόνια να πληρώνει λογαριασμούς, να βάζει μόνο του πλυντήριο και να είναι λίγο πιο υπεύθυνο. Αλλά δεν έφυγε, αυτό κράτα. Δώσε του λοιπόν μια ευκαιρία να σε ξανακάνει ευτυχισμένο με βλακείες, επειδή μια μέρα θα ξυπνήσεις και θα συνειδητοποιήσεις πως μόνο βλακείες δεν ήταν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη