Προμελετημένος, αναπόφευκτος, δίκαιος ή λυτρωτικός, κανένας χωρισμός δεν είναι ανώδυνος. Πονάει περισσότερο να καταστρέφεις ή να καταστρέφεσαι; Nα αποχωρείς παρά τα όσα αισθάνεσαι ή να διαπιστώνεις πως η άλλη πλευρά δεν έκανε κάτι για να σε κρατήσει; Και πόσο παράλογο είναι να αγαπάς κάποιον που σε πληγώνει; Ή, ακόμα χειρότερα, πόσο παράλογο είναι να θεωρείς πως κάποιος μπορεί να σε πληγώνει επειδή σε αγαπάει;
Αγώνας άνισος, ύπουλος, φέρνει στην επιφάνεια κάθε πρωτόγονο ένστικτο αυτοσυντήρησης. Έτσι συμφωνήσαμε την τελευταία μας φορά, να νικήσει ο δυνατότερος. Κι εγώ έκανα πίσω πριν καν λύσουμε τα χέρια.
Δεν την άντεχα τέτοια πρωτιά, χάρισμά σου.
Δεν μπορούσα να σε πολεμήσω γιατί θα σε πλήγωνα, και πότε τόλμησα να σε πονέσω εγώ για να το κάνω τώρα; Πες το όπως θέλεις, τραγική αδυναμία ή θεϊκή αγάπη, εγώ πάντως δεν μπορούσα. Δικό μου ήταν άλλωστε το λάθος· τι έφταιγες εσύ που εγώ τα αισθάνομαι όλα πολύ; Τι έφταιγες εσύ και η τετράγωνη λογική σου που η καρδιά αργεί να καταλάβει αυτά που ουρλιάζει το κεφάλι; Έτσι κι αλλιώς οι μεγάλοι πόνοι είναι αθόρυβοι, η έντασή τους και μόνο σου παραλύει τα άκρα και σου κόβει τη φωνή. Κι εγώ, όπως διαπίστωσες, δεν κουνήθηκα από τη θέση μου.
Μπορούσα κι εγώ να σε σκοτώσω πριν πεθάνω, αλλά δεν ήθελα.
Μπορούσα να μη σου το κάνω τόσο εύκολο. Να σου χαλάω τα βράδια με κλάματα και μικροπρέπειες, να μη σου παραχωρήσω αμαχητί τα στέκια μας και τους κοινούς μας φίλους. Μπορούσα να σου υπογραμμίσω όλα όσα φοβάσαι, να σε μειώσω κι εγώ, να σε πατήσω εκεί που πονάς στο όνομα της οργής μου. Να σε καταστήσω υπεύθυνο για τον πνιγμό μου, να σου δημιουργήσω τύψεις, να σε γυρίσω πίσω με το έτσι θέλω. Νομίζεις δεν είχα την δυνατότητα να σου θυμίσω αυτά που θέλεις να ξεχάσεις; Να σε μειώνω, αντί να εκθειάζω τα ελάχιστα προτερήματα σου στον περίγυρό μας; Μπορούσα κι εγώ να σου επιδεικνύω τα κατορθώματά μου, να σου πατήσω τον εγωισμό μοστράροντας εδώ κι εκεί την εκάστοτε κατάκτησή μου, να σε χειριστώ, να σου συμπεριφέρομαι σαν να μην ήσουν και τίποτα σπουδαίο.
Ήξερα κι εγώ να λέω ψέματα για να το παίξω δυνατή, ήξερα πώς να σου γδάρω την ψυχή με άσχημα λόγια, να σε φέρω σε δύσκολη θέση, να χειριστώ τις τύψεις σου. Ήξερα όλα τα κουμπιά σου και δεν τα πάτησα ποτέ.
Μπορούσα κι εγώ να σε κάνω να αισθανθείς ένα τίποτα, να σου μάθω πώς είναι να πονάς τόσο που να σου γίνεται συνήθεια. Γνώριζα πώς να επιστρατεύσω όλη μου την ευφυΐα για να σου ρημάξω την αυτοεκτίμηση, να σε προδώσω, να δείξω στο καινούριο σου κορίτσι τα μηνύματα που μου έστελνες πίσω από την πλάτη της εκείνα τα μεθυσμένα Σάββατα που το ποτό πρόδιδε αυτά που μου έκρυβες νηφάλιος. Τί είχα άλλωστε να χάσω αφού είχα χάσει εσένα;
Μπορούσα να μη δικαιολογώ τη στάση σου λέγοντας στον εαυτό μου πως έτσι είναι η αγάπη. Γιατί δεν είναι έτσι η αγάπη ρε μπάσταρδε, δεν είναι οι άνθρωποι λάστιχα για να τους τραβάς μέχρι να δεις πού σπάνε. Κανείς δεν αξίζει τον πόνο επειδή απλά είναι αρκετά δυνατός για να τον αντέξει. Και όμως, σε άφησα να λες τα δικά σου, να μου προσάπτεις ψεύτικα κατηγορώ για να καλύψεις το λίγο σου, συμφωνούσα για να μην έρθεις σε δύσκολη θέση και αναγκαστείς να αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου.
Δεν είναι πως τα παράτησα, απλά τράβηξα τη γραμμή των ορίων μου, γιατί άλλο ερωτευμένος και άλλο απελπισμένος μάτια μου. Παραιτήθηκα, όχι επειδή με κούρασε να αγαπάω, γιατί ποτέ δεν κουράζει η αγάπη. Κουράζουν τα ψέματα, ο πόνος, οι υποθέσεις, το περίμενε, όχι όμως η αγάπη. Υπέστην την τιμωρία που συνήθως επιφέρουν τα μεγάλα αισθήματα και έκανα γαργάρα το μέσα μου για να μη σου χαλάσω τα πλάνα.
Το ξέρεις ότι μπορούσα. Μπορούσα κι εγώ να σε πληγώσω αν ήθελα. Ξέρουμε όμως πως δε θα το έκανα, ακόμη και αν είχα την ευκαιρία.
Αυτή ήταν η διαφορά μας.