Γνωρίζεις έναν άνθρωπο, κάτι σου κάνει, αποφασίζεις να τον γνωρίσεις καλύτερα· λίγο από εδώ, λίγο από εκεί τον ερωτεύεσαι κι αποφασίζεις (βασικά ελπίζω να αποφασίζετε μαζί) να γίνετε ζευγάρι. Τι σε έκανε να ερωτευτείς, έχεις αναρωτηθεί ποτέ; Η ομορφιά του άλλου, η ευγένειά του, ο τρόπος που σου συμπεριφέρεται, το μυαλό του; Ό,τι κι αν μου απαντήσεις είναι πιθανότατα λάθος. Ξέρεις, έχει αποδειχθεί από αμέτρητες μελέτες πως ο έρωτας είναι συναίσθημα κατεξοχήν εγωιστικό, ιδιοτελές κι άπληστο, τουτέστιν ερωτεύεται κανείς κάποιον κυρίως τον τρόπο που ο άλλος τον κάνει να αισθάνεται.
Ερωτεύεται, λοιπόν, κανείς εκείνον που τον κάνει να νιώθει σπουδαίος, είτε επειδή είναι πιο ισχυρός από αυτόν, είτε επειδή είναι πιο έξυπνος, είτε επειδή απλώς δίπλα στον άλλον νιώθει ο ίδιος πιο σπουδαίος, ισχυρός ή έξυπνος. Ακούγεται λίγο άσχημο, έτσι; Δε θα το έλεγα. Βλέποντάς το λογικά, μου μοιάζει καθαρά θέμα βιολογίας, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος καθώς δεν κατέχω γρι από ψυχοβιολογία, μου αρέσει όμως να διαβάζω σχετικά κατεβατά, άρθρα, βιβλία και να ακούω TedEx talks με απώτερο σκοπό να ενημερώνομαι, να κατανοώ αλλά και να το παίζω έξυπνη στους φίλους μου.
Είναι δηλαδή κατάπτυστο συναίσθημα ο έρωτας; Όχι φυσικά, είναι ανθρώπινο. Η αγάπη από την άλλη είναι συναίσθημα υπεράνθρωπο και θεϊκό, αφού αν είναι πραγματική, είναι ανιδιοτελής κι ανυψωτική, δεν σε πετάει κάτω να σε χτυπήσει σαν το χταπόδι όπως κάνει εκείνο το φτερωτό λαμόγιο με το αγγελικό πρόσωπο. Διαλέγει, λοιπόν, κανείς ένα από τα δύο; Όχι, καθώς αυτό είναι καταστροφικό για οποιαδήποτε σχέση, ειδικά αν σκεφτείς πως εκείνες που βασίζονται μόνο στην έρωτα και την ένταση είναι βραχύβιες και νοσηρές, ενώ εκείνες που βασίζονται μόνο στην αγάπη καταλήγουν από βαρετές ως ετοιμοθάνατες. Αν δε φροντίζεις, με λίγα λόγια, να κάνεις τον άνθρωπό σου να νιώθει ότι όντως τον γουστάρεις, όση αγάπη κι αν του δώσεις πάει στον βρόντο και καλά να πάθει εδώ που τα λέμε, καθώς άμα θέλαμε μόνο να μας αγαπάνε είχαμε και τους γονείς μας.
Είναι εύκολο να επιλέγει κανείς τα άκρα (γι’ αυτό και χωρίζει ο κόσμος με τόση ευκολία), ο Αριστοτέλης όμως έλεγε πως η ευδαιμονία βρίσκεται πάντα στη μέση οδό κι από τότε που το διάβασα αυτό, κάπου εκεί στην τρίτη λυκείου, δεν έχει τύχει ούτε μια περίσταση στη ζωή μου που τα λόγια του να μην είχαν πρακτική εφαρμογή στην καθημερινότητά μου. «Στο ζουμί κορίτσι μου!» θα μου πεις. Το ζουμί λοιπόν είναι πως για να είσαι ευτυχισμένος σε μια σχέση χωρίς να καταλήξεις να βαριέσαι του κερατά πρέπει η σχέση αυτή να διέπεται από καθαρή, ατόφια αγάπη αλλά να πυρπολείται και καθημερινά με μικρές ή μεγάλες δόσεις έρωτα.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως είτε είσαι με τον άλλον ένα χρόνο, δύο, πέντε ή δεκαοχτώ, η σχέση παραμένει ευτυχής και ζωντανή μόνο όσο υπάρχει και το φλερτ, αλλιώς ψοφάει. Όταν θέλεις έναν άνθρωπο κοντά σου πρέπει να περνάς τις μέρες σου θέλοντας να τον κάνεις να νιώθει ευτυχισμένος, κολακευμένος και θελκτικός κι όλο αυτό να το κάνεις αζόριστα, με χαρά και πάθος και να ακολουθεί φυσικά κι ο άλλος τις πρακτικές σου με την ίδια ζέση για να υπάρχει ενδιαφέρον. Ξέρεις είναι τόσο απλό κι ανέξοδο όλο αυτό και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί αγκομαχούν όλοι να το βρουν. Είναι τεμπελιά ή απλά δεν αγαπάς τον άλλον και τόσο πολύ ώστε να θες να του δίνεις καθημερινά λόγους να νιώθει σπουδαίος; Σκέψου λίγο κι απάντησε ειλικρινά.
Όχι, δεν είναι αρκετό το να μην ξενοκοιτάς για να είσαι σωστός σε μία σχέση, ούτε όταν λέω να φλερτάρεις με τον άλλον τακτικά εννοώ να παριστάνετε τους άγνωστους στα μπαρ (γελάω μόνο που το σκέφτομαι). Φλερτ είναι να διεκδικείς τον άλλον σε κάθε πιθανή ευκαιρία. Να θυμώνεις όταν υποψιάζεσαι πως ο άλλος στάζει σαλάκι στη θέα της πρωταγωνίστριας της ταινίας και να του κάνεις χαζομούτρα για να περάσει η ώρα, να ζηλεύεις όταν ο συνεργάτης της άλλης θυμάται να της στείλει μήνυμα μεταμεσονύχτια επειδή του ήρθε κάτι για τη δουλειά, να βγαίνετε ραντεβού ακόμα κι αν μένετε μαζί, πράγμα που σημαίνει να δίνεις στον άλλον το χώρο και το χρόνο να ετοιμαστεί και να πηγαίνεις να τον πάρεις από το σπίτι όπως έκανες παλιά, να μην αφήνεις τη ζωή σας να κυλάει μπροστά από μια τηλεόραση όσο βολικό ή ξεκούραστο κι αν μοιάζει αυτό, εννοώ όχι κάθε μέρα γιατί κι αυτό έχει τη χάρη του εδώ που τα λέμε, αλλά η κατάχρηση σε γκώνει. Θα έρθει η ώρα να βγάλετε ρίζες στον καναπέ εκεί κοντά στα εβδομηνταπέντε σας, μέχρι τότε έχετε καιρό.
Για να κρατήσεις τη φλόγα ζωντανή οφείλεις να λες στον άλλον πόσο του πάει εκείνο το ρούχο, πόσο ωραία μυρίζει, να δίνεις χρόνο στο να ακούς τις βλακείες του, να μην τσιγκουνεύεσαι τα χάδια σου, να δίνεις χρόνο στο κρεβάτι σας και σκέψη ώστε να μην είναι η κάθε φορά ίδια με την προηγούμενη, να θέλεις να ευχαριστήσεις κι όχι απλά να ευχαριστηθείς, να φιλιέστε (δεν έχεις ιδέα πόσο σπάνια φιλιούνται τα ζευγάρια, είναι τρομακτικό), να αγοράζεις στον άλλον κάτι που θα γούσταρες να δεις να φοράει, όχι απλά κάτι βολικό (όση αγάπη ή τρυφερότητα κι αν κρύβει το δεύτερο, όλοι ξέρουμε πολύ καλά τι σημαίνει όταν ο άλλος σταματάει να σου αγοράζει εσώρουχα κι αρχίζει τα μάλλινα, έτσι;), να φροντίζεις να σε γουστάρει κι ο άλλος με το να φροντίζεις κι εσύ τον εαυτό σου, καθώς, όση άνεση κι αν έχεις με το σύντροφό σου, όταν εμφανίζεσαι μπροστά του με τρύπιο/ ξεχαρβαλωμένο/ ξεβαμμένο μακό «Περιελίξεις-Μοτέρ ο Μάκης», τότε παίρνει κι ο άλλος το μήνυμα πως γράφεις στα αχαμνά σου το αν του αρέσεις πια ή όχι, κι αυτό δεν πιστεύω να νομίζεις πως δεν θα παίξει κανέναν ρόλο στην πορεία της σχέσης σας, έτσι;
Πολλοί νομίζουν πως όσο περισσότερο είσαι με έναν άνθρωπο, τόση λιγότερη ανάγκη έχεις από κομπλιμέντα, άλλωστε «ξέρετε και οι δύο γιατί είσαστε μαζί», είναι όμως τόσο καταστροφική η πεποίθηση αυτή, καθώς συνήθως ισχύει το αντίθετο. Αν είσαι σωστός και δεν ψάχνεσαι να καυλαντίζεις από εδώ κι από εκεί για να βαρέσει η αυτοπεποίθησή σου ενέσεις, τότε η μόνη πηγή άντλησης κομπλιμέντων κι ερωτισμού είναι η σχέση σου. Θέλεις να νιώθεις πως ακόμα αρέσεις στον άνθρωπό σου, ακόμα κι αν έχεις τεράστια αποθέματα αυτοπεποίθησης, θέλεις να συνεχίζει να σε κάνει να νιώθεις ερωτικός, είναι ανανεωτικό να νιώθεις πως ακόμα και τόσο καιρό μετά ο άλλος δεν θα χάσει ευκαιρία να σε κρυφοκοιτάξει την ώρα που ντύνεσαι, να σε αρπάξει για ένα στα γρήγορα πριν φύγεις για τη δουλειά, να σε χουφτώσει σε δημόσιους χώρους ή την ώρα που βλέπετε ταινία, να σε κολλήσει στα καλά καθούμενα σε έναν τοίχο και να σου ρουφήξει το λαιμό, να σου αφήσει ένα σημάδι, να σε πειράξει, να σε κάνει να νιώθεις πως είσαστε γκόμενοι κι όχι σύζυγοι.
Δεν αρκεί να προσπαθεί ο ένας, η συντήρηση της φλόγας είναι δουλειά για δύο. Άπαξ και κάνεις να ξεκουραστείς, πόσο μάλλον να παραιτηθείς, παίρνεις τα ρίσκα σου ο άλλος να νιώσει προδομένος, μειωμένος, ανεπαρκής και να μαζευτεί στις σκέψεις και τις αμφιβολίες του βιώνοντας την αυτοεκπληρούμενή του προφητεία. Κι αν φτάσεις στο σημείο αυτό, κακά τα ψέματα, σπάνια υπάρχει επιστροφή, η βαρεμάρα ή το τέλος είναι πια κοντά. Η διατήρηση του ερωτισμού στη σχέση δεν είναι παράγοντας περιττός, δεν είναι «έλα μωρέ χαζά», είναι εξίσου σημαντικός με την εμπιστοσύνη. Υπάρχει σχέση χωρίς εμπιστοσύνη; Όχι. Πώς να υπάρχει λοιπόν χωρίς φλόγα;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου