Θα μιλήσουμε επιτέλους για εκείνο το βράδυ; Τι ποιo βράδυ;  Ξέρεις για πότε μιλάω. Για το βράδυ εκείνο που την είδες στο κλαμπ. Που τα πίναμε όμορφα και ωραία και εμφανίστηκε εκείνη και μας έκοψε το χαβά. Τι ποια εκείνη; Εκείνη που τόσο αψυχολόγητα παράτησες τρία χρόνια πριν, που της ρήμαξες την καρδιά σαν σωστός μαλάκας και εξαφανίστηκες. Άνα μπράβο, χαίρομαι που θυμήθηκες, γιατί εγώ δε σε είδα να ξέχασες και ποτέ. Δεν μιλάς, έ;

Καλά κάνεις, τί να μου πεις άλλωστε, τα ξέρω.

Τί; Ξέχασες; Έλα, μεταξύ μας μιλάμε, δεν είμαι και καμία ξένη, εγώ και εσύ έχουμε περάσει πολλά τόσα χρόνια για να με περνάς για χαζή. Μπήκε στο μαγαζί και έχασες τον κόσμο, δε σε είδα νομίζεις; Εκείνη γελούσε και εσύ κατέβασες μόνος σου το μισό Τενεσσί. Εκείνη μιλούσε σε εκείνον τον ψηλό μπας και σε κάνει να ζηλέψεις και εσύ το έπαιζες αδιάφορος ευχόμενος να γυρνούσε ο χρόνος πίσω σε εκείνη τη νύχτα, να μην της έλεγες αυτά που της είπες, τότε που τη διέταξες να μην σε ξαναενοχλήσει γιατί –τάχα μου- δεν την αγαπούσες πια. Αφού την αγαπούσες ρε γαμώτο, γιατί το άνοιξες το ρημάδι και άρχισες τις ασυναρτησίες;

Τι σημαίνει πως δεν μπορούσες να την κάνεις πια ευτυχισμένη; Αυτήν τη ρώτησες; Και αν η μεγαλύτερή της ευτυχία ήταν να βλέπει τα μούτρα σου με το που άνοιγε τα μάτια της; Και αν όλες οι επιτυχίες της φάνταζαν ξαφνικά μισές επειδή την ανάγκασες να μην μπορεί να τις μοιραστεί μαζί σου; Και αν σε αγαπούσε τελικά τόσο μαρτυρικά ώστε να θυσιάσει το εγώ της για να είσαι εσύ ήρεμος; Αν την ανάγκασες να φοβάται τις αγάπες εξαιτίας σου;

Μάθε πως την έβλεπα πώς σε κρυφοκοίταζε, αν και δε σου αξίζει να το ξέρεις.

Την έβλεπα πόσο σχολαστικά προσπαθούσε να σου πλασάρει την αδιαφορία της, πόσο κακοραμμένη ήταν η πληγή της από αυτόν τον ψευτογιατρό που λένε χρόνο. Τα μάτια όμως είναι οι μεγαλύτεροι ρουφιάνοι φίλε μου, το είπε και ο Άλ Πατσίνο στον Σημαδεμένο. Κι εσένα δε σου άξιζε η λάμψη που είχαν τα δικά της όταν σε κοιτούσε δήθεν κρυφά. Γιατί αλήθεια έλαμπαν τα μάτια της όταν σε κοιτούσε, όσα και αν της έκανες, κι εγώ το έβλεπα. Όπως έβλεπα και την ελπίδα της πως θα υπερβείς τα εσκαμμένα σου και θα σταματήσεις να είσαι ο χέστης που ξέρει πως πάντα ήσουν. Και δε σου άξιζε όλο αυτό.

Όχι γιατί δεν την αγάπησες αρκετά, γιατί την αγάπησες πολύ ρε πούστη, το ξέρω, το βλέπω. Δε σου άξιζε γιατί την αγαπάς ακόμη και δεν την άφησες να το μάθει. Γιατί όσες φορές και αν έπιασες το γαμημένο το τηλέφωνο δεν της έστειλες ένα ρημάδι μήνυμα να της πεις πόσο όμορφη είναι. Λες και δεν ήξερες πως αν κατέβαινες ένα βήμα εκείνη θα σκαρφάλωνε ολόκληρη τη σκάλα. Ούτε σου άξιζε να μην αγαπήσει άλλον, τρία ολόκληρα χρόνια μετά. Γιατί γυναίκα είμαι, και την καψούρα την καταλαβαίνω από χιλιόμετρα. Ιδίως τη δική σου. Όμως η ατολμία σου είναι μεγαλύτερη από την αγάπη σου, φίλε μου, έτσι δεν είναι;

Γι’αυτό δεν σε λυπάμαι.

Γιατί της άξιζε να ρίξεις τα μούτρα σου για να δεις τα δικά της να χαμογελάνε. Αλλά ως εκεί μπορούσες.

Επιμέλεια Κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου