Μπορεί να το μάθεις από άνθρωπο· να αγαπάς κάποιον τόσο καταδικαστικά πολύ, που να τρέμει η ψυχή σου από πάνω του μην τυχόν και σταματήσει να χαμογελάει. Να τον νοιάζεσαι παραπάνω από όσο σε νοιάζεται και παρ’ όλα αυτά να μη σε νοιάζει καθόλου, να ξυπνάς και να κοιμάσαι με την έννοια του, να δίνεις εκατό και να ευχαριστιέσαι που παίρνεις πίσω ένα, να παρακαλάς να είχες τα πάντα απλά και μόνο για να του τα χαρίσεις. Να τα κάνεις όλα αυτά επειδή φοβάσαι μην τον χάσεις και μια μέρα να φεύγει για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ή απλά «γιατί έτσι».

Απ’ την άλλη, μπορεί να μην είναι έρωτας, φίλος, ή άνθρωπος γενικά· το μάθημα αυτό μπορεί να σου το δώσει ο σκύλος σου, η περιουσία σου ή η ζωή σου η ίδια, οτιδήποτε, δηλαδή, τόλμησες να  χαρακτηρίσεις «σου», κι ας ήταν αυτό το «σου» το μοναδικό σημείο διεκδίκησης που διακύβευσες να θέσεις πάνω του. Ήταν, βλέπεις, η αντωνυμία εκείνη που μαλάκωνε τον φόβο της απώλειας για να μη σε πάρει σβάρνα, πριν βρεθείς στο τίποτα από εκείνο το πάντα, που τόσο μακάρια ονειρευόσουν ενώ η τύχη σου δούλευε. Όχι, δεν ήσουν χαζός, ένιωθες κι όποιος νιώθει φοβάται, έτσι πάει.

Ξέρεις, είναι χαρακτηριστικό των ανθρώπων που αγαπάνε η ανασφάλεια, όσο κουραστική κι αν φαντάζει στα μάτια του αποδέκτη της, ενός αποδέκτη που ουδέποτε μπαίνει στον κόπο να σκεφτεί πόσο κουραστικά βαριά είναι η ίδια ανασφάλεια για εκείνον που την κουβαλάει στους ώμους του ολημερίς κι ολονυχτίς. «Ξεφορτώσου την» θα σου πουν, μα πώς ξεφορτώνεσαι κάτι άυλο, μου λες; Με τον ίδιο τρόπο που «ξε-αγαπάς», που «ξε-ερωτεύεσαι», που «ξε-παθιάζεσαι»; Μεταξύ μας, υπάρχει στ’ αλήθεια τρόπος;

Όσο περισσότερο αγαπάς κάποιον ή κάτι, λοιπόν, τόσο περισσότερο φοβάσαι μη χαθεί απ’ τη ζωή σου· κι όσο περισσότερο φοβάσαι, τόσα πιο πολλά λάθη κάνεις· κι όσο πιο πολύ φωνάζει η αγωνία σου, τόσο υποφέρεις κι άλλο τόσο διώχνεις αυτά που αγαπάς μακριά σου. Είναι κακός βραχνάς ο φόβος αυτός, σου καίει το μέσα χωρίς να το συνειδητοποιείς, σε ρουφάει, σε κάνει αψυχολόγητο, κι εκεί που το παίρνεις απόφαση πως έτσι θα πάει, πως παίζει να ανησυχείς και τσάμπα, τα μαγειρεύει κάπως η ζωή και σου αποδεικνύει πως οι θεωρίες περί «αυτοεκπληρούμενων προφητειών» έχουν υπόσταση· χάνεις αυτά που αγαπάς, είτε επειδή το επέλεξαν είτε κατά λάθος, μα μαζί με αυτά συνειδητοποιείς πως χάνεις και το φόβο σου να μη σου φύγουν, κι αυτό όπως και να το κάνουμε είναι μια κάποια λύτρωση μέσα στο χαμό.

Επειδή τότε συνειδητοποιείς πως πλέον δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα. Φοβάσαι μόνο όταν έχεις κάτι να χάσεις, έτσι δεν είναι; Όταν δεν έχεις πια τίποτα δικό σου, να τρέμεις μπροστά σε τι; Όπως κάθε μεγάλος πόνος, λοιπόν, έτσι και οι τέτοιου είδους απώλειες σε αφήνουν απαθή· σαν τα ατυχήματα, που ενώ τρέμεις εκείνα τα δευτερόλεπτα λίγο πριν συμβούν, μετά γίνεται η σύγκρουση και δε θυμάσαι τίποτα άλλο, παρά μόνο τον επακόλουθο πόνο και το γεγονός ότι επέζησες. Αν τελικά επέζησες κι ουσιαστικά πέρα από θεωρητικά.

Οι άνθρωποι που κάποια στιγμή τα έχασαν όλα γίνονται τα θηρία εκείνα που κάποτε φοβόντουσαν. Μαθαίνουν να μην αναρωτιούνται, να μην τρέφουν εμμονές, να μην τρελαίνονται, μα να πιστεύουν πως όλα θα βρουν το δρόμο τους από μόνα τους, ή έστω να μην τους νοιάζει πότε κι αν θα γίνει αυτό. Δεν καταστρέφουν ανθρώπους, μα δεν τους τρέφουν κιόλας, κι όλο φεύγουν πριν τους φύγουν γιατί όσο κι αν μούδιασαν, η ψυχή έχει την τάση να θυμάται όσα την πόνεσαν και να τα επαναφέρει ως ψυχολογικά έλκη σε κάθε απόπειρα νέας αρχής.

Όσοι βίωσαν έναν τέτοιο πόνο δεν έγιναν απαραίτητα κακοί, έγιναν όμως επικίνδυνοι, κι έγιναν επικίνδυνοι επειδή σταμάτησαν να έχουν ανάγκη τους άλλους, να μοιράζονται ή να ονειρεύονται. Πίστεψαν στο τώρα, στο εγώ, στο «μόνος μου» κι αυτό το κομματάκι ψυχής που τους απέμεινε το κλείδωσαν μέσα τους για να αυτοεξυπηρετούνται, δε θα σου το χαλαλίσουν για κανένα λόγο. Ξέρουν πως δύσκολα σε προδίδει μόνο ο εαυτός σου, αν και γίνεται κι αυτό καμιά φορά, μα κι αυτού του τραβάνε τα χαλινάρια τόσο αυστηρά που είναι σχεδόν ανέφικτο να πάρει πρωτοβουλίες.

Γι’ αυτούς είναι καλύτερο να νιώθουν γεμάτοι μόνοι παρά μισοί με κάποιον άλλον, να αποφεύγουν καταστάσεις δυνητικά ζημιογόνες και να νιώθουν πως έχουν τον έλεγχο της ζωής τους προστατεύοντας τον εαυτό τους με κάθε κόστος, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως αρνούνται το φάρμακο που θα τους έκανε καλά απ’ το φόβο των παρενεργειών.

Αν είσαι ένας από αυτούς σίγουρα καταλαβαίνεις τι λέω κι αν δεν είσαι σίγουρα δε χρειάζεται να τους καταλάβεις, πρέπει απλά να τους αποδεχτείς. Ξέρεις, είναι δικαίωμά σου να τα ποντάρεις όλα, όπως δικαίωμά σου είναι να μάθεις πού και πού να πηγαίνεις και πάσο· κι αν για κάποιο λόγο πρέπει να τους σέβεσαι, είναι που αυτοί στη ζωή τους τα έχουν κάνει και τα δύο· έστω κι αν δεν τους βγήκε τελικά.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη