Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά· κάποια στιγμή όλες οι σχέσεις καταλήγουν να είναι κάπως βαρετές. Η βαρεμάρα αργεί να κάνει αισθητή την παρουσία της όσο οι εμπλεκόμενοι μένουν σε διαφορετικά σπίτια, καθώς στο διάστημα αυτό το ζευγάρι βγαίνει περισσότερο, δίνει χρόνο ο καθένας στον εαυτό του, κάνει περισσότερες ξεχωριστές δραστηριότητες και γενικά έχουν την ευκαιρία να πεθυμήσουν και λιγάκι ο ένας τον άλλον, πράγμα θετικό και ζητούμενο. Όταν βέβαια τα δυο αυτά άτομα συγκατοικούν η βαρεμάρα θρονιάζεται ανάμεσά τους στον καναπέ με μεγαλύτερη ευκολία και τους γαργαλάει με εκείνο το αόρατο φτερό αδιακρισίας που τη χαρακτηρίζει, μέχρι να δει ποιος θα σπάσει πρώτος και θα αρχίσει το «Κατηγορώ» του Ζολά προς πάσα κατεύθυνση, έτσι για να κάνει λίγη πλακίτσα.
Προσοχή, άλλο η βαρεμάρα κι άλλο η ρουτίνα. Η πρώτη έχει ξεκάθαρα αρνητική απόχρωση, ενώ η δεύτερη (αν και θεωρείται εξίσου αρνητική σαν έννοια) δε θα έπρεπε. Είναι ωραία η ρουτίνα αν το σκεφτείς, δεν έχω καταλάβει γιατί έχει κατηγορηθεί τόσο, πραγματικά. Η ρουτίνα δίνει στο ζευγάρι μια αίσθηση ασφάλειας, βοηθάει να βάζει κανείς τα όριά του και, τέλος πάντων, θέλει και λίγο χαλαρό βάδην η ζωή μας, δε γίνεται όλη μέρα να πηγαίνουμε με διακόσια πάνω σε ένα φανταστικό roller coaster, τρέλα θα μας έπιανε και θα είχαμε και δίκιο. Το σπίτι μας πρέπει να είναι το λιμάνι μας και τα λιμάνια λειτουργούν με κάποιους κανόνες -αν δεν κάνω λάθος.
Τι γίνεται όμως όταν δε μιλάμε πλέον για αυτή τη γλυκιά ρουτίνα που τόσο χρήσιμη θεωρώ, αλλά έχουμε περάσει στο στάδιο της απόλυτης, ατόφιας κι εκτός ελέγχου βαρεμάρας; Στην περίπτωση αυτή δύο λύσεις υπάρχουν. Η πρώτη είναι να αρχίσεις να λιβανίζεις την κατάσταση στο μυαλό σου, να προσπαθείς να συγκεντρώσεις στοιχεία κι ενδείξεις πως έχεις δίκιο και δε βλέπεις δράκους, να αμφιβάλλεις για τον εαυτό σου, για την αγάπη του άλλου, να σκέφτεσαι αν πρέπει να χωρίσεις ή όχι, να σκέφτεσαι στο μεταξύ και τι κακό σε βρήκε, να γκρινιάζεις ολημερίς κι ολονυκτίς, να μην αντέχεσαι και στο τέλος να σε χωρίσει το ταίρι σου και να μονολογήσεις «ορίστε δίκιο είχα, με βαρέθηκε». Ε, μεταξύ μας κι εγώ θα σε βαριόμουν, τα αφτιά μας πήρες με το πίρι-πίρι σου, κάτσε τώρα μοναχούλι σου να ησυχάσεις κι εσύ και όλοι.
Λύση δεύτερη· το λες. Μπαμ. Στα μούτρα. «Βαριέμαι». «Μας βαριέμαι». «Σε βαριέμαι». «Πεθαίνω από τη βαρεμάρα μου, νιώθω ογδόντα χρονών, θέλω να χωρίσουμε γιατί αν συνεχίσει έτσι το πράγμα ή θα με χωρίσεις εσύ ή θα πιω χλωρίνη, να ησυχάσω από το μαρτύριο, να μη σε βλέπω κάθε μέρα με αυτή την τρύπια πιτζάμα». Εντάξει, λίγο δραματικό το τελευταίο, αλλά αν έχεις φτάσει στο απροχώρητο βοηθάει και λίγη ένταση στα επιχειρήματά σου. Τι προκύπτει από την όλη ευθύτητα; Πολλά. Πρώτον, δε θα σε κατηγορήσει ποτέ κανείς για άσκοπα νεύρα, γκρίνια και υπεκφυγές. Δεύτερον, υπάρχει περίπτωση να σου πει κι ο άλλος ότι σε βαριέται εξίσου και να συμφωνήσει πως πρέπει να χωρίσετε, οπότε (ακόμα κι αν στεναχωρηθείς για λίγο) γλιτώνεις από μία σχέση που θα σου έτρωγε τη ζωή έτσι κι αλλιώς, περνάς λίγο χρόνο single κι αν προκύψει κάτι καλό προχωράς σε κάτι πιο συναρπαστικό. Τρίτον, υπάρχει η πιθανότητα το άλλο σου μισό να σοκαριστεί, να ξεκουνηθεί, να προσπαθήσει να βρει τρόπους για να σε πείσει για το αντίθετο. Κι αν συνδυάσετε τις προσπάθειές σας, ίσως σταματήσετε να βαριέστε και τόσο και σωθεί το πράγμα.
Όπως και να το κάνουμε, με την ευθύτητα κερδίζεις σε όλα, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα κερδίσεις χάνοντας έναν σύντροφο που η ύπαρξή του και μόνο σε κάνει στην καλύτερη περίπτωση να χασμουριέσαι και στη χειρότερη να θέλεις να βάλεις ένα στιλό στο μάτι σου για να μην τον έχεις πια στο οπτικό σου πεδίο, να ησυχάσεις. Είπαμε, οι σχέσεις είναι λιμάνια, αλλά και οι άνθρωποι είμαστε καράβια και όπως είπε ο John A. Shedd, τα καράβια δε φτιάχτηκαν για να παραμένουν δεμένα, αλλά για να ταξιδεύουν. Είτε πλάι-πλάι, είτε χώρια.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.