Φέρνω λίγο στο μυαλό μου τον παππού μου, τον Ηλία. Ο παππούς μου ήταν περίεργος άνθρωπος. Είχε δυο μάτια πράσινα, διάφανα, που σχεδόν σου τρυπούσαν το μυαλό, είτε σε κοίταζε με νεύρα, είτε σου γελούσε. Πολέμησε στον εμφύλιο, χτυπήθηκε με μια σφαίρα στη μέση του κι έζησε μαζί της για όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, τα περισσότερα από τα οποία τα έζησε με τη γιαγιά μου και τα τρία τους παιδιά ως μετανάστης στην Πολωνία και τα υπόλοιπα στην Ελλάδα, στην πόλη που γεννήθηκε κι έπειτα παντρεύτηκε η μικρότερή του κόρη, η μαμά μου.
Ο παππούς μου δεν ήταν ποτέ τρυφερός σύζυγος, το καταλάβαινα επειδή η γιαγιά μου δε χαμογελούσε και πολύ συχνά, ούτε σήμερα χαμογελάει στη θύμησή του. Ο παππούς μου δεν ήταν ούτε γλυκός και καταδεκτικός μπαμπάς. Ήταν αυστηρός τόσο με τη μαμά μου, όσο και με τις αδερφές της, προτιμούσε να τις κλειδώσει στο σπίτι για πάντα παρά να υποψιαστεί πως θα του φέρουν Πολωνό γαμπρό, δεν τις άφηνε να φοράνε κοντές φούστες, να βγάζουν τα φρύδια τους, να ξυρίζουν τα πόδια τους, να ντύνονται όπως θέλουν, να μιλάνε με αγόρια, να γυρίζουν σπίτι μετά τη δύση του ήλιου, γενικά ήθελε τα παιδιά και η γυναίκα του να ζούνε με το φόβο του, μη τύχει και παραστρατήσουν και πει τίποτα η γειτονιά. Ήταν η εποχή; Ήταν ο χαρακτήρας του; Δεν ξέρω και μάλλον ούτε με νοιάζει πια να μάθω.
Τα χρόνια πέρασαν, οι κόρες του παντρεύτηκαν, η μαμά μου γέννησε εμένα κι ακόμα κι αν πλέον φορούσε ό,τι ήθελε, έβγαζε τα φρύδια της, προφανώς και ξύριζε τα πόδια της και ήταν παντρεμένη, ποτέ (μα ποτέ) δεν τόλμησε να του πει ότι κάπνιζε. Δεν ξέρω αν τον φοβόταν ή αν δεν άντεχε άλλο να τον ακούει, λογικά το δεύτερο, πάντως δεν του το είπε ποτέ , πράγμα που ακόμα και σαν παιδί μου φαινόταν εντελώς γελοίο και παράξενο, όσο γελοίο και παράξενο φαίνεται σε ένα παιδί να βλέπει το γονιό του να φοβάται το δικό του γονιό. Με λίγα λόγια, ο παππούς Ηλίας ήταν αυστηρός, απόλυτος, απόμακρος και ήθελε να γίνεται πάντα το δικό του. Ήταν όμως έτσι και με τα εγγόνια του; Ένα θα σου πω· ούτε για πλάκα.
Ο παππούς μου ήταν ένας πολύ καλός παππούς, γι’ αυτό και πάντα τον θυμάμαι με χαμόγελο, γι’ αυτό και πολλές φορές μου λείπει και σκέφτομαι τι θα σκεφτόταν για εμένα αν ζούσε ακόμα, αν θα χαιρόταν με τις επιτυχίες μου ή αν θα νευρίαζε που είμαι τόσο βρωμόστομη ή που πήρα τα νεύρα του και δεν αφήνω να πέσει κουβέντα κάτω χωρίς να απαντήσω· ο παππούς μου έπαιζε μαζί μας συνέχεια, όσο κι αν πονούσαν τα κόκαλα του από τη σφαίρα και τα χρόνια, μας αγόραζε παγωτά και γλυκά, είχε πάντα στις τσέπες του τσίχλες («κόκκινες», εκείνες που μου άρεσαν), νοιαζόταν για εμάς, μας μάλωνε στα ψεύτικα όταν λέγαμε κακές λέξεις, όλοι βλέπαμε όμως πως κάθε φορά που μας άκουγε να βρίζουμε γυρνούσε το κεφάλι του από την άλλη και κρυφογελούσε γιατί του φαινόταν αστείο, όταν οι μεγαλύτερές μου ξεδέρφες έβαζαν μίνι μέχρι τον αφαλό και ψηλοτάκουνα σαν πολυκατοικίες, εκείνος τις καμάρωνε κι έλεγε «ελεύθερα κορίτσια είναι, αν δεν τα φορέσουν τώρα πότε θα τα φορέσουν;» κι άλλα τέτοια που μόλις τα άκουγαν η μαμά μου και οι θείες μου νόμιζαν πως κάποιος του έκανε κρυφά λοβοτομή.
Τον είχαν αλλάξει τα χρόνια; Ούτε κατά διάνοια. Απλώς είχε γίνει παππούς. Κι όσο κι αν συνέχιζε να βγάζει το λάδι των δικών του παιδιών, με τα παιδιά των παιδιών του γινόταν βουτυράκι που έλιωνε και χαλί να τον πατήσουμε (κυριολεκτικά μας άφηνε να τον πατήσουμε, επειδή αυτό για κάποιο λόγο τότε, ως πεντάχρονα, μας έκανε να γελάμε).
Έτσι συμβαίνει συνήθως. Οι αυστηροί γονείς γίνονται οι χειρότεροι χαζοπαππούδες. Θες επειδή μετάνιωσαν για τις στιγμές που έχασαν με τον καθωσπρεπισμό τους ως γονείς; Θες επειδή με τα χρόνια συνειδητοποιούν πως ένα-ένα τα δέντρα ξεχωριστά έχουν περισσότερη σημασία από το δάσος; Μήπως έχει φύγει από πάνω τους το άγχος να τα κάνουν όλα σωστά (είναι άλλων δουλειά πλέον αυτό και η διαπίστωση για οποιονδήποτε άνθρωπο μπορεί να είναι τουλάχιστον ανακουφιστική) οπότε δρουν με μεγαλύτερη ελευθερία; Όπως κι αν έχει, κανένας παππούς δεν αγάπησε και δε μεγάλωσε τα εγγόνια του με τον τρόπο που αγάπησε και μεγάλωσε τα παιδιά του.
Οι παππούδες και οι γιαγιάδες κακομαθαίνουν, αγκαλιάζουν, σου δίνουν κι από κανένα γλυκάκι παραπάνω επειδή «παιδί είσαι, το ζήλεψες», σε πηγαίνουν βόλτες ακόμα κι αν δεν πήγαν βόλτα με το καρότσι ποτέ το ίδιο τους το παιδί, σε κυνηγάνε στο πάρκο για να φας τη μπουκιά σου, σε αφήνουν να κοιμηθείς αργά, σου επιτρέπουν να κάνεις αυτοσχέδια φρούρια με καρέκλες και κουβέρτες στη μέση του σαλονιού τους, γενικά σε αφήνουν να κάνεις πολλά από αυτά που δε σε αφήνουν να κάνεις οι γονείς σου επειδή υποσυνείδητα ξέρουν πως ο χρόνος τρέχει σαν νερό και δε γυρίζει πίσω, γι’ αυτό και θέλουν να ζουν και να ζεις τη στιγμή χωρίς δεύτερες σκέψεις. Οι παππουδογιαγιάδες είναι η μεγαλύτερη ευλογία στη ζωή ενός παιδιού, επειδή ξέρουν να αγαπάνε διπλά, μιας που του παιδιού τους το παιδί είναι δυο φορές παιδί τους.
Με την ίδια λογική, επειδή των γονιών μας οι γονείς είναι δυο φορές γονείς μας, να τους αγαπάτε όσοι τους έχετε, να τους παίρνετε τηλέφωνα και να τους επισκέπτεστε όσο πιο συχνά γίνεται. Επειδή δε θα είναι πάντα εκεί. Επειδή σιγά-σιγά ξεχνάνε. Επειδή θα έρθει η στιγμή που θα σκέφτεστε «τι θα έλεγε τώρα η γιαγιά μου η Φρόσω αν…». Επειδή μπορεί να μην ήταν ποτέ οι τέλειοι γονείς, αλλά μόλις κράτησαν τα εγγόνια τους στην αγκαλιά τους φρόντισαν να γίνουν τέλειοι γονείς στο τετράγωνο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου