Η ιστορία πάει ως εξής· κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, κοιτάζεσαι λίγο καλύτερα, μισοκλείνεις μάτι με νόημα, είναι η ιδέα σου ή σήμερα το σεξαπίλ σου έχει βαρέσει κόκκινο; Έλα, δεν το πολυσκέφτεσαι, ξέρεις πολύ καλά τι πρέπει να κάνεις. Πιάνεις κινητό, ανοίγεις μπροστινή κάμερα κι οπλίζεις για σέλφι.
Κάνεις «τσακ» μία δεξιά, άλλη μία αριστερά, μία πάνω, μία κάτω, ψάχνεις τέλος πάντων τη σωστή γωνία -αυτά παθαίνεις αν είσαι ερασιτέχνης και δεν την ξέρεις ήδη. Ψάχνεις και το σωστό φωτισμό, ψάχνεις το σημείο που τα κάνει όλα και συμφέρει, μέχρι να αποτυπωθεί επιτυχώς το προανεφερθέν σεξαπίλ στα δώδεκα μεγκαπίξελ του κινητού σου· κι ας μη συνειδητοποιείς πως όση ώρα κρατάει όλο αυτό, άλλοι όχι μόνο θα έψαχναν, αλλά θα έβρισκαν κιόλας όχι απλά τη σωστή γωνία, αλλά και το νόημα της ζωής.
Μερικοί το λένε ματαιοδοξία, άλλοι ναρκισσισμό, εσύ όμως έχεις τόση ψυχολογία αυτή τη στιγμή που, πραγματικά, το μόνο που αναρωτιέσαι είναι αν, τελικά, θα χωρέσει τόση ομορφιά και χάρη σε τόσα λίγα ταπεινά μεγκαπίξελ. Μέχρι να βγάλεις την πρώτη φωτογραφία και να προσγειωθείς στην πραγματικότητα. Επειδή εκεί αρχίζει το κακό· τη βλέπεις κι αδιαμφισβήτητα μονολογείς «μαλάκα, πώς είμαι έτσι;!» και πάει βόλτα κι η ψυχολογία κι όλα.
Όχι, όχι, κουνήθηκες, δεν μπορεί να είσαι έτσι, εσύ είσαι ένα απ’ τα χρυσάνθεμα του Van Gogh και το κωλοκινητό (πώς τα καταφέρνει κάθε φορά;) σε έβγαλε αγελάδα απ’ τη Γκουέρνικα του Picasso. Να, αφού σε κοιτάζεις στον καθρέφτη κι εξακολουθείς να είσαι ένα κουκλάκι ζωγραφιστό, πώς έγινε αυτό; Έλα τώρα, δε χαλαρώνουμε, πάρε ξανά ακαταμάχητο ύφος και συνεχίζουμε ακάθεκτοι.
Βγάζεις, λοιπόν, και δεύτερη, και τρίτη, και τις κοιτάζεις· ας μην τις σχολιάσεις καλύτερα, ούτε τα φίλτρα δεν κάνουν δουλειά σήμερα. Βγάζεις και τέταρτη, και πέμπτη και πεντηκοστή και πλέον ούτε τις κοιτάς, το εγώ σου έχει ήδη κουρελιαστεί απ’ την κωλοκάμερα, θα τις δεις όλες μια και καλή στο τέλος. Και κάπου εκεί, στην εκατοστή πέμπτη, κουράζεσαι και λες «δε γαμιέται, ας δούμε τι ψάρια πιάσαμε». Κι η διαδικασία διαλογής ακολουθεί την εξής πορεία· «Όχι. Όχι. Όχι. Όχι. Παναγία μου! Όχι. Όχι. Ιιιιιιιιιιιι, όχι! Μμμ, αυτή κάτι πάει να κάνει, μπα, όχι. Αυτή ίσως. Κι αυτή ίσως. Αυτή όχι. Έχω εγώ τόσο μεγάλη μύτη;! Ούτε αυτή. Αυτή θα μπορούσε. Κι αυτή. Αυτή όχι» κι ο μονόλογος συνεχίζει στην αιωνιότητα μέχρι που καταλήγεις στις επικρατέστερες 10.
Δέκα τώρα, τρόπος του λέγειν, μία είναι, ας μη γελιόμαστε. Οι διαφορές που εσύ βλέπεις ως τεράστιες λογικά είναι ανεπαίσθητες, αλλά εσύ εκεί, το χαβά σου· να εδώ το βλέμμα σου μοιάζει πιο σπιρτόζικο, ενώ εδώ όχι και τόσο, είναι ξεκάθαρο, σβήσ’ την αυτή, σε παχαίνει τώρα που την ξαναβλέπεις, ωραία έμειναν επτά. Α, στην επόμενη βγάζεις και κάτι λίγο υποσχόμενο. Ή μήπως παραείναι υποσχόμενο; Άσε μωρέ, σβήσε την κι αυτή καλού κακού και τσούκου τσούκου μένεις με μία. Αυτό ήταν, κυρίες και κύριοι, we have a winner.
Τώρα που σε βλέπεις καλύτερα, ρε παιδί μου, όντως είσαι μανάρι. «Και πώς εξηγούνται όλες αυτές οι φωτογραφίες που κατέληξαν στην άβυσσο των deleted files σου όπως τόσες άλλες;», σχολιάζει το διαβολάκι στον ώμο σου. Περασμένα-ξεχασμένα, μωρέ, ήταν η κακιά η ώρα, ορίστε έχεις και τα απαραίτητα πειστήρια, τη selfie-νικητή. Όσο αυθόρμητη χρειάζεται, όσο «σιγά, μωρέ, μη νομίζετε πως προσπάθησα και τόσο» πρέπει∙ ευάερη, ευήλια, με τα όλα της.
Την ανεβάζεις κι απολαμβάνεις το θρίαμβό σου στον κυβερνοχώρο σαν να μη συνέβη τίποτα. The past is in the past, τι κι αν σε ψάχνει η επιθεώρηση εργασίας που δεν κόλλησες ένσημα στον εαυτό σου για όλο αυτό το μαρτύριο που τον ανάγκασες να περάσει για τα like των @ntinaki92 και @george_paokara;
Άλλωστε, είναι κοινό μυστικό πως για κάθε σέλφι που ανεβαίνει στα social media υπάρχουν 257 διαγραμμένες που δεν τα κατάφεραν μέχρι το τελικό κάστινγκ. Ε, και; Είναι στη μόδα η ματαιοδοξία κι ας μας έχει κάνει να είμαστε πλέον πιο επιλεκτικοί με τις φωτογραφίες μας απ’ ό,τι είμαστε με τους ανθρώπους μας. Δεν έχει σημασία πόση ώρα θα κάνεις για να τη βγάλεις, στην ιδανική σέλφι σημασία έχει να μην ξοδέψεις την ίδια ώρα και για να την επεξεργαστείς. Επειδή, οκ, καλή η ωραιοπάθεια, την έχουμε κάνει γαργάρα ως σημείο των καιρών. Αν, όμως, έρθει η κακιά η ώρα για το Amber Alert, να έχουμε να δώσουμε και μια φωτογραφία χωρίς αυτάκια σκύλου/ ψεύτικες βλεφαρίδες/ duckface/ photoshop στις αρχές για να μας βρούνε∙ ναι, παιδιά;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη