Εντάξει, το έχουμε πει πολλές φορές πως οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι ευθείες γραμμές, μας το είπανε κι άλλοι, το ζήσαμε και μόνοι μας, το χωνέψαμε. Δεν είναι όλα αμοιβαία, οι έρωτες δεν έρχονται πάντα την κατάλληλη στιγμή, ούτε έχουν ορισμένη αρχή, μέση και τέλος. Έχουν δεύτερες σκέψεις, ερωτηματικά, εγωισμούς, χάρτινα «παράτα με» και πισωγυρίσματα με το κιλό. Όχι πως έτσι είναι το σωστό, μα έτσι είναι επειδή είμαστε σύνθετοι κι εμείς οι άνθρωποι.
Γιατί κι αμοιβαίο να είναι, δεν ξέρεις ποτέ αν είναι στ’ αλήθεια αμοιβαίο ή παίζει παιχνίδια το μυαλό σου. Υπολόγισε τώρα να έχεις φάει και τα μούτρα σου μια-δυο φορές, έδεσε το γλυκό· βάζεις τον άλλον απέναντί σου και του βγάζεις το λάδι μέχρι να σου αποδείξει πως δεν κινδυνεύεις. Του κάνεις τη ζωή δύσκολη, απ’ τα νεύρα του κάνει κι αυτός αχταρμά τη δική σου κι έτσι πορεύεστε μέχρι να δηλώσει η μία πλευρά παραίτηση κι η άλλη να παινεύεται πικρά πως επιβεβαιώθηκε.
Τοξικό, ναι, όπως κι όλοι οι χωρισμοί που ήρθαν σε λάθος στιγμή, που εκπλήρωσαν επιθυμίες άλλων και φρόντισαν ξένες ευτυχίες, που άφησαν νεκροζώντανα συναισθήματα να σου δυσκολεύουν τη ζωή μήνες και χρόνια μετά, ενώ αρχικά πίστευες πως κλείνοντάς τα μέσα σου έτσι διπλοκαπακωτά, θα γινόταν το αντίθετο. Δεν έγινε, ε; Πώς να γίνει εδώ που τα λέμε. Μόνο να κουραστείς και να κουράσεις κατάφερες, τίποτα παραπάνω.
Έχουμε λοιπόν δύο ανθρώπους που επιλέγουν να συμπεριφέρονται λες και μισιούνται, ο ένας με τη δήθεν αδιαφορία του κι ο άλλος με τη σκληράδα του. Που έχουν πολλά να πουν κι ένα εκατομμύριο λόγους να μην το κάνουν, που διώχνουν ο ένας τον άλλον μακριά με την ελπίδα να κάνει κάτι η άλλη πλευρά για να τους τραβήξει κοντά ώστε, έστω θεωρητικά, να μην είναι δικό τους το φταίξιμο όσων θα ακολουθήσουν. Πρόσθεσε τώρα εσύ κι όσο επιπλέον παραλογισμό θέλεις. Παραλογισμός, ναι, επειδή αν ο έρωτας ήταν λογικός θα ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι και ποιος ξέρει αν θα γνωρίζαμε τι να την κάνουμε τόση χαρά.
Φτάνει όμως, μπουκώσαμε· κι από «θέλω και δε θέλω», κι από «ναι μεν, αλλά», κι από «τι θα γινόταν αν», κι από «καλά είμαι και μόνος μου». Τα συναισθήματά μας πρέπει να τα ζούμε, γιατί αν τα θάβουμε μας πεθαίνουν εκείνα, έτσι πάει, κι αυτό είναι όσο βάναυσο ακούγεται. Ίσως δε χάσαμε ακόμα, ίσως δεν είναι υπερβολικά αργά, ίσως όμως και να είναι. Πέρασε καιρός, δε λέω, αλλά κάνε μου μια τελευταία χάρη· φρόντισε μια φορά οι πράξεις σου, η συμπεριφορά σου και τα λόγια σου να μου πούνε το ίδιο, έτσι για αλλαγή.
Αν είναι να μην είσαι εδώ, ήρθε η ώρα να μου δείξεις πώς είναι να το κάνεις πράξη· να μην κρυφοκοιτάς τη ζωή μου από ψηφιακές κλειδαρότρυπες, να μην την μπλέκεις επειδή είναι κουβάρι η δική σου, να μη βρίσκεις ευκαιρία να την ταράξεις με μεταμεσονύχτια μηνύματα-προφάσεις όποτε σου κατέβει και να κρατήσεις για εσένα το πλασματικό ενδιαφέρον σου αντί να κρατάς εμένα στις μύτες των ποδιών μου όσο απασχολείσαι απρόσκοπτα με το να μην ξέρεις τι θέλεις. Απογοήτευσέ με κι επίσημα, μάθε μου πώς φεύγουν αν σου πάει η καρδιά, για να έχω να σε θυμάμαι, χάσε με επιτέλους, να ησυχάσω και να ησυχάσεις.
Αν όμως είναι να μείνεις, έλα και μείνε να τελειώνουμε γιατί έχω αρχίσει να βαριέμαι· πες τα μου όλα, είτε μετά από οχτώ ποτά, είτε σε πλήρη νηφαλιότητα, δε με νοιάζει, αρκεί να τα πεις όπως τα νιώθεις, όχι πια όπως τα σκέφτεσαι. Δε με νοιάζει αν θα μου αραδιάσεις αυτά που θέλω να ακούσω, λες και ξέρω τι θέλω να ακούσω. Δε με νοιάζει αν τα λόγια σου θα είναι πρόχειρα, άτσαλα, σκληρά ή γεμάτα τρυφερότητα, με νοιάζει να είναι για μια φορά ειλικρινή και να με βάλουν επιτέλους στη θέση μου.
Να μαλώσουμε, γιατί να μη μαλώσουμε; Αν είναι παραγωγική η φασαρία την προτιμώ από δήθεν, μελωμένες ανωτερότητες. Ξέρασέ μου όλα σου τα νεύρα που δε φέρθηκα όπως ήθελες, να σε βρίσω κι εγώ που δεν έκανες αυτά που περίμενα, μπας κι ηρεμήσουμε. Ανάγκη θέλουμε να είμαστε οι άνθρωποι, όχι συνήθεια. Μην κλείνεις τα μάτια σου αν τρέμουν τα γόνατά σου, μην εθελοτυφλείς, μη νομίζεις πως μπορείς να τα ελέγξεις όλα όταν ήδη γνωρίζεις πως δεν μπορείς. Ή μπόρεσε πια, αρκεί να μην αναγκάζεις κανέναν να ζει στην εκκρεμότητά σου, τόσο δύσκολο είναι; Να έρθεις και να μου πεις επιτέλους αν θα με προσέχεις ή ήρθε η ώρα να με προσέχω εγώ, τόσο απλά.
Να σε νοιάζει συνέχεια, λοιπόν, αλλιώς να μη σε νοιάζει καθόλου, αυτό θέλω. Επειδή όσο εσύ κάνεις πως δε σου λείπω, κάνω κι εγώ πως δε με νοιάζει. Αν όντως δε σου λείπω, στ’ αλήθεια δε με νοιάζει, αλλά αν σου λείπω τότε με νοιάζει και με παρανοιάζει και φρόντισε να το μάθω όσο είναι καιρός.
Κι αν δε σε νοιάζει όσο πρέπει, φύγε και συμπεριφέρσου σαν να μην έγινε τίποτα, χάρη θα μου κάνεις. Αρκεί να μη σκεφτείς στιγμή να γυρίσεις παριστάνοντας πως δεν έφυγες ποτέ. Επειδή τότε μάλλον δε θα νοιάζει πια εμένα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη