«Τι κάνεις;». Το γνωστό μήνυμα. Δυο λέξεις όλες κι όλες, ικανές όμως να σου λύσουν τα γόνατα. Μοιάζουν ξερές, αλλά ποτέ δεν είναι. Δε φταίνε εκείνες, φταίει ο αποστολέας· ο άνθρωπος που τις διάλεξε έτσι μικρές κι αθώες, σχεδόν αδιάφορες, να μοιάζουν δήθεν φιλικές, να εξυπηρετούν σκοπούς διττούς· σε περίπτωση που αντιδράσεις άσχημα να σου απαντήσει πως απλά νοιάστηκε να δει τι κάνεις και να σε αναγκάσει να νιώσεις ενοχές που τον αποπήρες ενώ εκείνος σε νοιάζεται και σε περίπτωση που απαντήσεις όμορφα κι ωραία ένα τυπικό «Καλά, εσύ;» να συνεχίσει τη στιχομυθία μέχρι να πάει τη συζήτηση εκεί που επιθυμούσε εξαρχής.

Παιχνίδι για μεγάλα παιδιά, το ξέρω, μα παιχνίδι. Και στο παιχνίδι ποτέ δεν παίζεις άθελά σου. Έχεις διαλέξει το πιόνι σου, έχεις ρίξει τα ζάρια, έχεις χειριστεί το φύλλο σου· μπορεί να σε κλέβουν εν αγνοία σου, μπορεί και να κάνεις τα στραβά μάτια επειδή τους λυπάσαι που δεν μπορούν να σε κερδίσουν αλλιώς, ίσως απλά να είσαι εκεί επειδή η λαχτάρα σου να τζογάρεις είναι τόσο μεγάλη που δε θέλεις να είσαι πουθενά αλλού κι ας ξέρεις πως έχεις φτάσει ένα βήμα πριν κάνεις all in και μείνεις χωρίς σπίτι.

Έφταιγες εσύ για όλο αυτό ή έφταιγα εγώ; Νομίζεις ξέρω; Ξέρω μόνο πως κανείς μας δεν είναι υπεύθυνος για τον τρόπο που του φέρονται οι άλλοι· δεν έχουμε καμία δικαιοδοσία να κοντρολάρουμε το χαρακτήρα κανενός, δεν μπορούμε να ελέγξουμε ξένες συμπεριφορές, μπορούμε όμως να ορίσουμε εμείς οι ίδιοι τα όρια της ανοχής μας σε όλα αυτά κι είναι καθήκον μας να υπερασπιστούμε το καλό μας με όλη μας τη δύναμη ενάντια σε κάθε εγωιστικό παραλήρημα τρίτων.

Το κατάφερα ποτέ μαζί σου; Μπα, ούτε γι’ αστείο. Δε θυμάμαι καν αν το προσπάθησα στ’ αλήθεια, έστω για την τιμή των όπλων. Επέτρεψα σε ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν στην καθημερινότητά μου, τους άφηνα να φεύγουν χωρίς λόγο, σεβόμουν τις αποφάσεις τους κι ας με κατάπιναν τα «γιατί» μου και πάνω εκεί που τα κατάφερνα να πω «δε βαριέσαι» να σου τους όλοι εκεί πάλι, να κάνουν «γεια μας» με τις άμυνές μου. Μαζί με αυτούς κι εσύ.

Δεν είναι θύματα όσοι αντέχουν, μη νομίζεις πως ενστερνίζομαι το ρόλο, ξέρω πως η υπομονή είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των ανθρώπων που νιώθουν. Να στέκεσαι εκεί και να περιμένεις να πιάσουν οι ευχές σου, να αλλάξει κάτι μαγικά, να σου χαμογελάσει η τύχη κι ας ξέρεις πως ο νόμος των πιθανοτήτων είναι συνήθως εναντίον σου. Περιμένεις παρ’ όλα αυτά, για την ακρίβεια ματαιοπονείς, αλλά αυτό δε σε σκοτίζει κι ιδιαίτερα, άλλωστε τι καλύτερο έχεις να κάνεις;

Έχεις. Έχω. Να κοιτάξω τον εαυτό μου. Οπότε πάρε τα «Τι κάνεις;» σου στον ώμο κι άντε στο καλό. Την επόμενη φορά που θα μου μιλήσεις θα την ορίσω εγώ, αν την ορίσω και ποτέ. Δεν κάνεις τη ζωή κανενός ανθρώπου που υπολογίζεις καφενείο ούτε αφήνεις στο έλεος του καιρού κάτι που θεωρείς πολύτιμο, καθώς φοβάσαι μην το χάσεις κι απ’ ό,τι βλέπω εσύ έχεις μάθει να αψηφάς τους κινδύνους τόσο γενναία και προκλητικά που δεν έχεις ανάγκη κανέναν, ούτε καν εμένα. Δίπλα σου έμαθα, η αλήθεια να λέγεται· έχτισα χαρακτήρα, πάλεψα με τις αντοχές μου, άθελά σου με δίδαξες να μην έχω ανάγκη απ’ την προαιρετική σου παρουσία, να παίζω το παιχνίδι σου κι εκεί που νόμισα ότι θα χάσω πανηγυρικά, έκανα high score.

Γι’ αυτό σου λέω, καλά είμαι, άντε να παίξεις παραπέρα τώρα. Εγώ έχασα εσένα, ένα φοβισμένο, ανεπαρκές κι ανίκανο να παραδοθεί σε όσα αισθάνεται πλάσμα. Κι εσύ; Εσύ έχασες εμένα.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη