Όταν μιλάμε για έρωτες παθιάρικους, οι άνθρωποι τείνουμε να αναφερόμαστε στους λίγο μονόπλευρους, τους κάπως βασανισμένους, τους δύσκολους, εκείνους που ο ένας θέλει κι ο άλλος του κάνει κόλπα, μέχρι να αλλάξουν οι ρόλοι και να γυρίσει το παιχνίδι τούμπα, κι άντε λίγο ακόμα απ’ την αρχή. Οι μεγάλες ιστορίες αγάπης μοιάζουν να ‘ναι κάπως ποτισμένες με αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα, ακριβώς για να θεωρούνται αρκετά σπουδαίες ώστε να αξίζουν να μπουν στο πάνθεον των ερώτων αυτού του κόσμου και κάπως έτσι, μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας, κοροϊδευόμαστε οι άνθρωποι πως ζούμε έντονα.
Ναι, κοροϊδευόμαστε· επειδή μας έχει ρημάξει τα μυαλά το Hollywood πως πρέπει να δεινοπαθήσουμε για να αξίζουμε την ευτυχία μας ή για να πάρουμε τη συναισθηματική ευημερία που μας αναλογεί, οπότε ξοδεύουμε την καθημερινότητά μας ανάμεσα σε μάταιες ευχές, φρούδες προσμονές κι αναστεναγμούς παραίτησης. Συχνά-πυκνά, όλο αυτό γίνεται για τον πιο ακατάλληλο άνθρωπο, καθώς η ζαλούρα μας είναι τόση που μας εμποδίζει να κατανοήσουμε τι πραγματικά χρειαζόμαστε τη δεδομένη στιγμή, αλλά μικρή σημασία έχει, καθώς αυτός είναι κι ο μόνος τρόπος που ενδείκνυται για να αποκτήσει κάποιος εμπειρίες, ωριμότητα και προπάντων σωστή κρίση τόσο στα συναισθηματικά του, όσο και σε κάθε τομέα της ζωής του.
Όλα αυτά, λοιπόν, τα «όποιος αγαπάει παιδεύει», τα πιστεύει κανείς με πάθος και για καιρό, μέχρι τη στιγμή τουλάχιστον που τυχαίνει να ‘ρθει σε επαφή με το αμοιβαίο. Την αμοιβαία κάψα, τον αμφίδρομο έρωτα, το αίσθημα εκείνο που δε φοβάται κανένας απ’ τους δύο να βάλει σε λέξεις, εκείνο του οποίου η δωρικότητα διέπεται από τόση προφάνεια, που βάζει τους εμπλεκόμενους σε mood καχυποψίας περί της ύπαρξης ή της φαντασίας της.
«Είναι δυνατόν να ‘ναι τόσο απλή η ευτυχία;» Κι όμως, είναι, αλλά κανείς δε θέλει να το ξέρεις, μην τύχει και χαλάσεις την πιάτσα, καταλαβαίνεις. Η απόλυτη ευτυχία ουδέποτε προέκυψε από ερωτηματικά, τακτικές και κόλπα. Κανένας άνθρωπος δεν ένιωσε ποτέ του άνετα να ξεράσει σε κάποιον αυτά που του καίνε την ψυχούλα, νιώθοντας ταυτόχρονα προϊόν συναισθηματικού εμπαιγμού κι εκμετάλλευσης. Οι συγκεκριμένες τακτικές οδηγούν μονάχα σε ανασφάλεια, αντίποινα, καχυποψία και πισινές, και ξέρουμε όλοι καλά πως ο πραγματικός έρωτας ούτε ανθίζει σε τέτοια χώματα ούτε καμία σχέση έχει με τέτοιου είδους μικροπρέπειες.
Η στιγμή που δύο άνθρωποι αντιλαμβάνονται πως νιώθουν τα ίδια πράγματα κι αποφασίζουν να κάνουν στην άκρη τους εγωισμούς τους και να το παραδεχτούν είναι ιερή. Το να δέχεσαι την ερωτική εξομολόγηση του ανθρώπου του οποίου η ύπαρξη σου έκαιγε τα συστήματα για καιρό είναι η σπουδαιότερη μορφή συναισθηματικής ηδονής που μπορεί να νιώσει ένας θνητός, μια ευτυχία που λίγες χαρές μπορούν να κοντράρουν.
Να νιώθει κανείς πως όσα αισθάνεται έχουν αντίκρισμα και λόγο ύπαρξης, πως δε θα τον γελοιοποιήσουν, δε θα τον κάνουν να νιώσει παράλογα ονειροπόλος, επειδή ένιωσε σε έναν κόσμο άνιωθο, γιατί ο άνθρωπος που κατά λάθος επέλεξε (ναι, μερικές φορές επιλέγει κανείς κατά λάθος -ποιος να τα βάλει με τα οξύμωρα σχήματα του έρωτα;) είναι εκεί ως δίοδος για το κάτι παραπάνω κι όχι ως σκανδάλη σε παρτίδα ρώσικης ρουλέτας. Όλα αυτά, όμως, γίνονται μόνο μέσω του αμοιβαίου, κι όσο απλό κι αν μοιάζει αυτό, τόσο δύσκολο είναι σε μια τόσο κατάφωρα σύνθετη εποχή.
Η αγάπη κι ο έρωτας είναι οι ομορφότερες ήττες της ζωής μας. Ας ευχηθούμε να χάνουμε πάντα από εκείνους που μας αγαπάνε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη