Περίεργα πλάσματα οι γιαγιάδες κι οι παππούδες, θα έλεγε κανείς μαγικά· έφεραν στον κόσμο τους ανθρώπους που σε έφεραν στον κόσμο, σε έβλεπαν στα όνειρά τους χρόνια ολόκληρα πριν τη σύλληψή σου, σε αγάπησαν πριν καν ακουστεί η καρδιά σου στο πρώτο υπερηχογράφημα κι εκεί που πίστευαν πως η ψυχή τους κάποτε τερμάτισε τα κοντέρ της αγάπης με τη γέννηση των δικών τους παιδιών, ήρθες εσύ, μια ανθρώπινη μπαλίτσα με τα σάλια σου, τα παιχνίδια σου και τα κλάματά σου, να τους διαψεύσεις πανηγυρικά.
Η αγάπη των παππουδογιαγιάδων διαιρείται για να πολλαπλασιαστεί, έτσι πάει. Στην αρχή δεν καταλαβαίνεις ποιοι είναι αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι που πηγαινοέρχονται στο σπίτι συνεχώς, που σε κοιτάζουν σαν θησαυρό, που σε ζαλίζουν στα κουκουτζά. Ίσως και να σε τρομάζουν λιγάκι τα ροζιασμένα τους χέρια ή τα αυλακωμένα τους πρόσωπα, μα με τον καιρό τους συνηθίζεις και μόλις βγάλεις φωνή αρχίζεις να τους φωνάζεις «γιαγιά» και «παππού». Και κάθε φορά που το ξεστομίζεις θαρρείς και μαλακώνουν οι ρόζοι στα χέρια τους, ορκίζεσαι πως σβήνουν οι ρυτίδες στα μούτρα τους κι η ματιά τους χάνει την αγριάδα της στο άπλωμα των χεριών σου.
Οι παππούδες είναι αυτοί που θα σε πάνε βόλτες, θα σε γυρίσουν εδώ κι εκεί, θα σε χαρτζιλικώσουν, θα σου πάρουν παγωτό πριν το μεσημεριανό κρυφά απ’ τη γιαγιά, θα σε αφήσουν να τρέξεις χωρίς μπουφάν, θα αγριοκοιτάξουν τον μπαμπά σου που τόλμησε να σου βάλει τις φωνές και θα του υπενθυμίσουν πως κάποτε έκανε πολύ χειρότερα. Κι απ’ την άλλη οι γιαγιάδες, με τα φαγητά τους, τα χάδια τους, τα κουλουράκια τους, την τρυφεράδα τους και τα όλα τους. Τις αγαπάς και τις δύο, ορκίζεσαι πως δεν τις ξεχωρίζεις, προσπαθείς να μοιράσεις το χρόνο σου μαζί τους σε ίσα μέρη για να μην αδικήσεις καμία μα σπάνια το καταφέρνεις, εδώ που τα λέμε. Στη ζυγαριά πάντα κερδίζει η μία.
Η μαμά της μαμάς σου, που ένοχα μεν, ολοκληρωτικά δε, τη θεωρείς δυο φορές μαμά σου. Ίσως δεν μπορείς να κατανοήσεις γιατί γίνεται αυτό μα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτή είναι που κερδίζει λίγες ή πολλές παραπάνω μονάδες αγάπης. Θέλεις επειδή η μαμά σου της είχε πάντα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη κι εσύ υποσυνείδητα τη θεωρούσες υποκατάστατό της; Θέλεις επειδή της είχες πάντα λίγο μεγαλύτερο θάρρος καθώς περνούσες μαζί της περισσότερο χρόνο, επειδή της ανοιγόσουν, επειδή σε καταλάβαινε καλύτερα; Η απλά επειδή –όπως και να ‘χει– η μαμά της μαμάς μας έχει πάντα μεγαλύτερη άνεση να μπαινοβγαίνει στο σπίτι της κόρης της απ’ όσο η άλλη γιαγιά στο σπίτι της νύφης;
Τα φαγητά της είναι πάντα πιο οικεία επειδή μοιάζουν με της μαμάς σου, μόνο που είναι λίγο πιο νόστιμα επειδή είναι ένα τσικ πιο λιπαρά. Τα χάδια της μυρίζουν πιο κοντά στη χημεία του μαμαδίσιου δέρματος που έχεις συνηθίσει μα η αγκαλιά της είναι πιο αφράτη από εκείνης. Σε νιώθει όταν πονάς, έχει χρόνο για να σε νταντέψει και να σου πει ιστορίες όταν η μαμά σου δουλεύει υπερωρίες, σε αφήνει να κάνεις το σπίτι της άνω-κάτω χτίζοντας φρούρια με κουβέρτες και μαξιλάρια, δε σε μαλώνει σχεδόν ποτέ, ο καναπές της είναι το καταφύγιό σου όταν τσακώνεσαι με τους γονείς σου κι ο λόγος της είναι μόνιμα γλυκός σαν τις καραμέλες που πάντα έκρυβε σε εκείνο το βάζο για να σου χώσει στις τσέπες όταν βρισκόσουν εκεί τριγύρω.
Συμβαίνει πάντως. Όλοι μας έχουμε μια αγαπημένη γιαγιά κι αυτό δεν είναι κακό. Κακό είναι να δείχνεις την κατάφωρη προτίμησή σου στη μία και να πληγώνεις την άλλη. Ξέρεις, εκείνες σε αγαπάνε το ίδιο, δε σε ξεχωρίζουν, δεν έχουν αυτή την πολυτέλεια, γι’ αυτό κι εσύ να τις λατρεύεις και να τις προσέχεις όσο υπάρχουν εκεί κοντά σου χωρίς ζυγαριά και ποσοστά· επειδή η αλήθεια που δε θέλεις να δεχτείς είναι πως δεν μπήκαν στη ζωή σου για να μείνουν για πάντα κι εσύ υποχρεούσαι να δημιουργήσεις μαζί τους αναμνήσεις για να ευχαριστήσεις το σύμπαν που σε προίκισε με αυτό το δώρο.
Οι γιαγιάδες είναι ο λόγος να πιστεύουμε στις νεράιδες καθώς έχουν τη μαγική δυνατότητα να πραγματοποιούν τις ευχές μας απ’ το πουθενά κι είναι η μοναδική αιτία για να ορκιστεί κανείς πως υπάρχουν άγγελοι, καθώς η αίσθηση πως ποτέ δε σταματάνε να σε προσέχουν ή να σε καμαρώνουν παραμένει για πάντα, ακόμα κι όταν φεύγουν. Κι αν πότε-πότε τις παίρνει το παράπονο και σου γκρινιάζουν λέγοντάς σου πως δε σε βλέπουν αρκετά, αυτές που «σε αγαπάνε απ’ τη στιγμή που γεννήθηκες» φίλησέ τες και θύμισέ τους με στοργή πως αυτές μπορεί να σε αγαπάνε απ’ τη μέρα που σε γνώρισαν μα εσύ τις αγαπάς όλη σου τη ζωή.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη