Κανένας έρωτας δεν κινείται με μία ταχύτητα, εγώ αυτό ξέρω. Πάντα ο ένας θα νιώθει πιο πολύ, θα προσπαθεί περισσότερο, θα κοιτάζει τον άλλον την ώρα που κοιμάται και θα κάνει όνειρα και για τους δύο στον ξύπνιο του, θα ιδρώνει το αφτί του για «μικρολεπτομέρειες», θα κάνει τέλος πάντων τα πάντα για να δουλέψει η σχέση με κάθε κόστος, ακόμα και με αυτό της ψυχικής του ηρεμίας.
Κι αν όλη αυτή η φασαρία γίνεται πότε απ’ τον έναν και πότε απ’ τον άλλον, έχει καλώς· έτσι δουλεύουν οι σχέσεις, άλλωστε, πατώντας πάνω στη χαρά και τη δημιουργικότητα της αμοιβαιότητας. Μια θα κάνω ένα βήμα προς το κέντρο εγώ και μια εσύ, κι όταν δεν μπορείς να κάνεις ούτε ένα, θα κάνω εγώ βήματα και για τους δυο, μέχρι να μπορέσεις. Κι όταν κουραστώ εγώ, εσύ πιο ξεκούραστα θα αρχίσεις να ‘ρχεσαι προς το μέρος μου. Κι όλο αυτό μέχρι να συναντηθούμε για λίγο, και μετά πάλι απ’ την αρχή για να βρισκόμαστε σε όμορφη δουλειά.
Τι γίνεται, όμως, όταν τόσο τα βήματα όσο κι η προσπάθεια είναι μονόπλευρα για καιρό; Αν, δηλαδή, η μια πλευρά κάνει τα πάντα για να διατηρήσει το ενδιαφέρον του παιχνιδιού, η σχέση όμως αντί για παρτίδα τένις, έχει αρχίσει να μοιάζει με ένα ατέλειωτο παιχνίδι squash, κατά το οποίο ο παίκτης έχει μεν ρακέτα, αλλά δεν έχει αντίπαλο, καθώς η αποστολή του είναι να παίζει με έναν τοίχο μέχρι να καταρρεύσει; Ο ίδιος, όχι ο τοίχος. Επειδή ο τοίχος απλά υπάρχει, δεν καταβάλλει προσπάθεια, είναι όμως πελώριος κι ανίκητος μπροστά στον ετοιμόρροπο παίκτη, ο οποίος τόση ώρα έχει βάλει τα δυνατά του (για να αποδείξει τι;) παρά τη ματαιότητα του πράγματος.
Όσο προπονημένος κι αν είναι, λοιπόν, αυτός ο παίκτης, όσο κι αν τον βαστάνε τα πόδια του, ανεξάρτητα απ’ τη μυϊκή του δύναμη και τα άριστά του αντανακλαστικά, αναπόφευκτα θα εξαντληθεί. Τότε έρχεται και το τέλος του παιχνιδιού, στη συγκεκριμένη περίπτωση της σχέσης. Επειδή ο χωρισμός είναι πάντα απόφαση του ενός, είτε αυτός ο ένας είναι ο εξαντλημένος παίκτης, που δεν έχει κάτι παραπάνω να δώσει, είτε ο ίδιος ο τοίχος που μετά το πέρας κάποιας ώρας είναι σαν να σου λέει «φιλαράκι, τελείωνε, περιμένουν κι άλλοι στη σειρά να μας ζαλίσουν».
Τον χωρισμό τον αποφασίζει πάντα ο ένας, λοιπόν· εκείνος που κουράστηκε να προσπαθεί, εκείνος που δεν εισακούεται, που ίσως επιθυμεί να πάει ένα βήμα παραπέρα και νιώθει πως δε θέλουν να τον ακολουθήσουν, το άτομο που έχει χάσει τη ζωντάνια του και το κέφι του να βρίσκει λύσεις σε προβλήματα απροσπέλαστα ή, τέλος πάντων, αυτός που αισθάνεται πως η βάρκα μπάζει νερά κι η μόνη λύση πλέον είναι το κολύμπι.
Κι η άλλη πλευρά; Η άλλη πλευρά, που λες, μπορεί να φταίει για όλα, μπορεί να φταίει όμως και για ελάχιστα. Όπως κι αν έχει πάντως, όσο κι αν προσπαθήσει (έστω και μάταια) να ανατρέψει την κατάσταση, πρέπει να δεχτεί τα πράγματα ως έχουν, καθώς αυτό οφείλει να κάνει κάθε άνθρωπος που λέει πως αγάπησε, επειδή αγάπη σημαίνει ελευθερία, ακόμα κι αν αυτό συμπερασματικά σου λέει πως δίνεις σε αυτόν που αγαπάς το δικαίωμα να ‘ναι ευτυχισμένος μόνος του ή ακόμα και με κάποιον άλλο.
Η απόφαση του χωρισμού δεν ακούγεται ωραία σε κανένα αφτί, όσο κομψά κι αν την πλασάρεις, ακόμα κι αν είσαι ο καλύτερος μαρκετίστας του κόσμου. Αυτό δε σημαίνει πως η άλλη πλευρά μπορεί να μην έχει ήδη σκεφτεί το αντίο σαν λύση, είναι όμως καθαρά θέμα εγωισμού το να μη θέλεις να ακούσεις από άλλο στόμα πως τρόπον τινά απέτυχες, πως είσαι κάπως βαρετός, πως δεν ανταποκρίθηκες στις περιστάσεις, πως είσαι, τέλος πάντων, «πολύ καλός» γι’ αυτούς.
Όσο άσχημα κι αν ακούγεται όμως, τόσο σεβαστή πρέπει να γίνεται ως απόφαση, χωρίς περιττά δράματα κι υστερίες, καθώς είναι βαθιά αναγκαίο να εκτιμάται η ειλικρίνεια και το θάρρος του άλλου να σου δίνει το ελεύθερο να πράξεις κατά βούληση από εδώ και πέρα, αντί να σε κρατάει εγωιστικά δέσμιο στο πλευρό του σαν εν δυνάμει δεκανίκι, δρώντας κατά το διάστημα αυτό παρασκηνιακά, κάνοντας δηλαδή διπλή ζωή.
Τα κακά νέα, με λίγα λόγια, είναι πως σε ένα χωρισμό, ακόμα κι αν αυτός αφορά πάντοτε δύο, λόγος θα πέφτει μόνο σε έναν. Τα καλά νέα είναι πως, αν το δεχτείς, με τον καιρό θα καταλάβεις πως υπάρχει ζωή και μετά από αυτό.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη