Instagrammable ή Insta-worthy· δύο σύγχρονοι όροι που σχηματίστηκαν για να περιγράψουν μέρη, μαγαζιά, φαγητά ή οτιδήποτε άλλο αξίζει να ποστάρει κανείς στο προφίλ του στη συγκεκριμένη διαδικτυακή πλατφόρμα. Πράγματα –με λίγα λόγια– που είναι αρκετά συμμετρικά, πρωτότυπα, αρμονικά χρωματισμένα και τραβάνε την προσοχή ή έχουν την ικανότητα να αποτελέσουν πειστήρια μιας δήθεν καλής ζωής που θα κάνει τους ιντερνετικούς ή πραγματικούς σου φίλους είτε να ψιλοζηλέψουν, είτε να δούνε με τα ίδια τους τα μάτια πόσο καλύτερη αισθητική έχεις από αυτούς και πόσο πιο όμορφα περνάς.
Υπερβολές; Δε νομίζω. Ειδικά αν σκεφτείς πως ο όρος αυτός κινεί το διεθνές marketing εδώ και περίπου μια πενταετία, καθιστώντας μέχρι πρότινος μη δημοφιλείς προορισμούς ως places to be και κάνοντας το αβοκάντο (ντεμέκ που λέμε εδώ στα Βόρεια) αγαπημένη τροφή των απανταχού ινφλουένσερ, μπορεί κανείς να καταλάβει πόσων νιούτον δύναμη ασκεί πάνω στην ψυχοσύνθεσή μας το συγκεκριμένο μέσο.
Βέβαια, όπως άπαντες καταλαβαίνουμε, δεν είναι τόσο εύκολο για όλους να πεταχτούν στο Μαρακές ή στην Ιορδανία, έστω στο Σεϊτάν Λιμάνι, για να βγάλουν κι οι ίδιοι τις πανομοιότυπες φωτογραφίες που βλέπουμε στο προφίλ οποιουδήποτε έχει επισκεφτεί τα συγκεκριμένα μέρη (χωρίς καμία εξαίρεση, είναι πραγματικά απίστευτο πόσο δραματικά ίδιους κατάφερε να μας κάνει ένα μέσο που δήθεν δημιουργήθηκε για να μας δώσει την ευκαιρία να εκφράσουμε τη μοναδικότητά μας) και για το λόγο αυτό οι μαρκετίστες έδωσαν βάση και σε έναν άλλο τομέα, περισσότερο προσιτό για όλους, τον τομέα της εστίασης.
Όσοι, λοιπόν, δεν κατάφεραν να γίνουν travel bloggers, έγιναν αναγκαστικά foodies και με το που ξεφυτρώνει καινούριο spot στην πόλη, τρέχουν αλλόφρονες και φωτογραφίζουν φαντεζί pancakes, red velvet, αβγά benedict και super-extra milkshakes, μην τυχόν και τους περάσουν για τίποτα ανενημέρωτους. Το ‘χουν πάρει πρέφα αυτό, εννοείται, και τα απανταχού εστιατόρια, καφέ, μπαρ και fast-food chains κι εξαντλούν όλη τους τη δημιουργικότητα είτε σερβίροντας τα πάντα σε τσαγερό με βλεφαρίδες και talk of the town σερβίτσια, είτε βάζοντας sprinkles, ρευστή σοκολάτα ή αβοκάντο (γεμίζει το μάτι, το ξαναείπαμε) σε οτιδήποτε τρώγεται.
Και μας έχει επηρεάσει όλους η νέα πραγματικότητα, καθώς ακόμα κι αν δεν είσαι εσύ αυτός που θεωρεί το φραμπαλά στα πιάτα περισσότερο σημαντικό απ’ τη γεύση, σίγουρα έχεις ένα φίλο που παθαίνει παράκρουση αν έστω σκεφτείς να αγγίξεις το φαγητό πριν εκείνος προλάβει να το φωτογραφίσει, κι αν δεν έχεις, τότε μάλλον ο ενοχλητικός αυτός τύπος είσαι εσύ. Μη νιώθεις άσχημα, την έχουν περάσει όλοι λίγο ή πολύ τη φάση, μερικοί την περνάνε ακόμα. Μόδα ήταν που έγινε σούπα, όπως όλα στη σημερινή εποχή, αλλά η τάση καλά κρατεί και θα συνεχίσει να υπάρχει όσο υπάρχουν άνθρωποι και pancakes.
Προσωπικά, τα αγαπώ πολύ τα foodie posts κι αν πετύχω κανένα καλό και πρωτότυπο το χαζεύω, το κάνω save και το ονειρεύομαι όπως η wannabe brand ambassador το giveaway· και για να μη σου το παίζω ιστορία, μόνο η φίλη μου η Σοφία ξέρει πόσες φορές στα τόσα χρόνια την έχω αφήσει να ξερογλείφεται μπροστά στο φαγητό της μέχρι να πετύχω τη σωστή γωνία λήψης, αλλά, εντάξει, με τον καιρό συμμορφώθηκα, επειδή αντιλαμβάνομαι πως έγκωσαν τα timelines από unicorn milkshakes, κι αν κάτι αξίζει πλέον να φωτογραφηθεί πρέπει να ‘ναι τουλάχιστον (το κατά δύναμιν) πρωτότυπο ή αυθεντικό, χωρίς να λείπουν βέβαια απ’ το feed μου τα κατά διαστήματα basic avocado toast, ξέρεις, για να μη χαλάω την παράδοση.
Ωραία ήταν, τώρα που το σκέφτομαι, εκείνα τα χρόνια που πηγαίναμε για φαγητό με τους γονείς μας στην ταβέρνα και κανείς δε θεωρούσε αναγκαίο να φωτογραφίσει την τηγανητή πατάτα, ούτε παραγγέλναμε με βάση τι ήταν μόδα να τρώμε ή τι θέλαμε να νομίζουν οι «φίλοι» μας πως τρώμε· τότε που δεν παρίστανε η μισή Ελλάδα πως ξετρελαίνεται για sushi, αλλά κατάπιναν όλοι ανενόχλητοι τον γαύρο και τα σνίτσελ αμάσητα, σαν τους γλάρους, χωρίς φόβο και με αμέριστο πάθος.
Δεν πειράζει, οι καιροί αλλάζουν, ο κόσμος προχωράει κι εμείς είμαστε εδώ για να συμβαδίζουμε με τις εξελίξεις. Όσα extravagant doughnut towers κι αν φωτογράφισα όμως, πάντα θα θυμάμαι πόσο πιο νόστιμα ήταν τα «τσιριχτά» της γιαγιάς μου της Φρόσως. Εκείνα που τα έτρωγα με το χέρι, στο σπίτι της, με μπλούζα, δάχτυλα και μαλλί βουτηγμένα λαίμαργα στο μέλι, εκείνα που δε φτάνει κανένα post των 1574 like.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη