Η ιστορία γνωστή, σχεδόν πονεμένη· πιάνεις το κινητό σου να δεις κάτι, σου πέφτει απ’ τα χέρια, σπάει η οθόνη, αν έχεις βέβαια κινητό μετά από τόσες ελεύθερες πτώσεις που το έχεις αναγκάσει να κάνει. Σηκώνεσαι να πας στην κουζίνα να κάνεις καφεδάκι μπας και φταίει αυτό, χτυπάς το κεφάλι σου πρωινιάτικα στο ντουλάπι που ξέχασες ανοιχτό αποβραδίς, χτυπάς το πόδι σου στην ίδια γωνία που το χτυπάς τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια που μένεις σε αυτό το σπίτι, πλένεις τα πιάτα και σπας σίγουρα ένα τη φορά, γενικά προκαλείς ταραχή σε έμψυχα κι άψυχα μόνο που υπάρχεις.
Αν είσαι γυναίκα, παραδείγματος χάριν, έχεις κάψει σίγουρα πολλάκις το μέτωπο, τα αφτιά και τα μάγουλά σου με την ισιωτική και την μπουκλιέρα, καμιά φορά έχεις κάψει και κανέναν περαστικό (ας πρόσεχε), έχεις κλάψει κουβάδες επειδή –ούτε εσύ ξέρεις πώς– αντί να βάψεις τη βλεφαρίδα έβαλες το βουρτσάκι στην κόρη του ματιού σου, περπατούσες στο δρόμο θεά σωστή και σκόνταψες στο σκαλοπάτι που δεν πρόσεξες και (σίγουρα) οδηγάς αμάξι με 32.567 μικρές, τόσες δα, γρατσουνίτσες.
Αν πάλι είσαι άντρας, εντάξει, δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχεις διαλυμένα γόνατα, δάχτυλα, μύτη, οτιδήποτε, όλο και κάπως θα το έχεις καταφέρει να χρειάζεσαι φυσιοθεραπεία κάθε τέρμινο, να μην έχεις διαλύσει κάθε χειριστήριο playstation που έχει πέσει στα (άγαρμπα) χέρια σου, να μην έχεις υπολογιστή που να του λείπει το enter, να μην έχεις μούτρα scarface μετά από τόσα κοψίματα στο ξύρισμα, να μην έχεις κάνει το αυτοκίνητό σου κουβά προσπαθώντας να το παίξεις Μπομπ ο Μάστορας, να μην έχεις τραυματίσει, τέλος πάντων, συμπαίκτη σου στο 5×5.
Να σου πω και για μένα μιας που το έφερε η κουβέντα (το παράδειγμα που ακολουθεί είναι τυχαίο, συνήθως κάνω χειρότερα). Τρώω, που λες, σε κεντρικό μαγαζί της Θεσσαλονίκης· μικρές ώρες Σαββάτου, ντυμένη σενιέ πενιέ, χτενισμένη, ένα ποίημα μη με ματιάσω, τι την ήθελα μωρέ την κρέπα μπανάνα, διπλή πραλίνα, πουράκια, φουντούκι (μερακλού), μου λες; Αφού ήξερα πως η νύχτα είχε συνέχεια κι εγώ είμαι επιρρεπής στο να εκτεθώ. «Λερώθηκα;», ρωτάω τη φίλη μου και ταυτόχρονα της δείχνω τα μούτρα μου (πόσο αθώα, θεέ μου, μόνο τα μούτρα μου της έδειξα).
Με κοιτάζει με εμφανή παραίτηση· «στα μούτρα όχι» απαντάει και συνεχίζει να τρώει, δεν τη σοκάρει τίποτα πια. Βασικά πρόσεχα μη μου φύγει το κραγιόν και τα κατάφερα είναι η αλήθεια, αλλά στη ζέση μου να είναι επιτυχής η προσπάθειά μου, με κάποιο τρόπο που δεν καταλαβαίνω γέμισα πραλίνα φουντούκι το χέρι, τα βραχιόλια μου, το παντελόνι μου, το παιδί που έτρωγε δίπλα μου και βρήκα και λίγη μέσα στο σουτιέν όταν γύρισα σπίτι. Γελάσαμε, δε λέω, αλλά ψάχναμε κι υγρά μαντηλάκια στις τέσσερις το ξημέρωμα μπας και ξαναγίνω άνθρωπος, πράγμα που δεν ήταν κι εξαιρετικά αστείο.
Γενικά, η λέξη κλειδί είναι «ατσουμπαλοσύνη»· μιλάω για τους ανθρώπους εκείνους, εμένα, εσένα, τους άλλους, που την κουβαλάνε στο dna τους, που δε χορταίνουν να σπάνε, χαλάνε, σμπαραλιάζουν τόσο άψυχα πράγματα όσο και τον ίδιο τους τον εαυτό, επειδή απλά γεννήθηκαν με μια έμφυτη αδεξιότητα κι είναι καταδικασμένοι να ταλαιπωρούν και να ταλαιπωρούνται. Φταίνε; Δε φταίνε! Υποφέρουν; Αν υποφέρουν, λέει… Μπορούν να κάνουν κάτι γι’ αυτό; Πίστεψέ με, όχι.
Επειδή αν δεν έχεις γεννηθεί άμπαλος, αν δεν ξέρεις πώς είναι να πέφτεις σε μόνιμη βάση στον ίσιο δρόμο, να γίνεσαι ρεζίλι με την πρώτη ευκαιρία, να λερώνεσαι διαρκώς με τρόφιμα, ποτά κι οδοντόκρεμα, να λέει η πόρτα «έλξατε» κι ενώ είσαι άριστος χρήστης της ελληνικής, εσύ να τη σπρώχνεις με πάθος, αν, ρε πουλάκι μου, δεν έχεις χτυπήσει ποτέ το κεφάλι σου στο μισάνοιχτο πορτ μπαγκάζ ή αν δεν έχεις σωριαστεί φαρδιά πλατιά μπροστά στον άνθρωπο που γουστάρεις, τότε είσαι τυχερός, αλλά –σε παρακαλώ– κάνε μου τη χάρη και μάθε να κοροϊδεύεις διακριτικά, είναι αρκετά δύσκολη η κατάστασή μας, μη μας το κάνεις χειρότερο.
Ξέρεις, πονάει να είσαι ατσούμπαλος και δε φτάνει που πονάει μεταφορικά, πονάει και στ’ αλήθεια, σου το υπογράφει η ψυχούλα μας, σου το επιβεβαιώνουν κι οι μώλωπες που φέρει όλο μας το είναι, η κατάσταση είναι δύσκολη. Τι πρέπει να κάνεις αν είσαι άνθρωπός μας και μας νιώθεις, μας στηρίζεις, μας αγαπάς; Να φέρεις μαζί σου πάντα ένα κουτί πρώτων βοηθειών, ανεξάντλητα αποθέματα υπομονής και πάνω απ’ όλα χιούμορ, γιατί αλλιώς δε θα τη βγάλεις καθαρή. Εσύ, όχι εμείς. Μετά από όλα αυτά που παθαίνουμε, δεν υποψιάστηκες ακόμα πως είμαστε επτάψυχοι;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη