Πάντα καταλάβαινα τα ξεσπάσματά σου. Είχες δίκιο βασικά πάντα να εξαφανίζεσαι, να χάνεσαι, να με βρίζεις. 

Ειλικρινά, μετά από τόσο καιρό θαυμάζω ακόμη την υπομονή σου. Ξέρεις, πάντα περίμενα εκείνη την ημέρα που θα άνοιγες το στόμα σου και θα με έπαιρνε ο διάολος, αλλά ποτέ δεν έφτασε τελικά. Απλά εξαφανίστηκες ξανά κρατώντας μέσα σου όλα εκείνα που μου έχεις κρατημένα. Ένα γράμμα μονάχα μου έγραψες και το διαβάζω ξανά και ξανά από τότε που έφυγες.

«Είχες δίκιο όταν μου φώναζες να φύγω μακριά σου. Όταν έτρεχα πάνω σου γεμάτη ενθουσιασμό, και εσύ ούρλιαζες να κλείσω την αγκαλιά μου και να εξαφανιστώ. Μπορεί να μην το φώναξες ποτέ στα αλήθεια, αλλά τώρα ξέρω πως όλο σου το σώμα το ψιθύριζε. Για να πάρω όμως τα πράγματα από την αρχή, σε ερωτεύτηκα τρελά. Και ναι, ήμουν δειλή και ξεροκέφαλη και κότα που δεν σου το έδειξα όταν έπρεπε. Αλλά μεταξύ μας τώρα, και να σου το έδειχνα, θα άλλαζε κάτι; Εσύ ήσουν στον κόσμο σου και εγώ περιφερόμουν στα σύνορά του.

Έπειτα, άρχισες να το καταλαβαίνεις πως κάτι τρέχει. Υποψιάστηκες από την αλλόκοτη συμπεριφορά μου, πως μάλλον την είχα δαγκώσει ήδη τη λαμαρίνα μαζί σου. Και τι έκανες για αυτό; Με γέμισες με μαλακίες και έτρεφες τα βράδια μου με ελπίδες και τις ημέρες μου με αυταπάτες. Ποτέ δε θέλησα να το δεχτώ αυτό. Πάντα έλεγα, κάποιο λόγο θα έχεις, δεν μπορεί να είσαι τόσο άψυχη!

Κάθε φορά που ήσουν μόνη, ήμουν εκεί να ακούω με τις ώρες τις μουσικές σου και να ξαφνιάζομαι από το πόσο μοιάζουμε. Να αναλύουμε μαζί καταστάσεις και ανθρώπους, να ψάχνουμε μαζί πώς θα αλλάξουμε τον κόσμο, σαν βασιλιάδες. Και μου έλεγες τότε πως μόνο εγώ φτάνω. Πως όταν είμαι εκεί, όλα μοιάζουν αλλιώτικα, πιο ήπια, πιο όμορφα ίσως. Σε παρατηρούσα κρυφά να με κοιτάς χωρίς να βλεφαρίζεις, με εκείνο το βλέμμα που πάντα με καθηλώνει, και πίστευα πως δε θα κρατιόμουν άλλο μέχρι να φτάσουμε σπίτι, πίστευα πως θα εκραγώ! Και το ήξερες αυτό. Ήξερες πολύ καλά να διαβάζεις την ψυχολογία μου. Ήξερες με ποια λέξη σου θα γίνω κομμάτια, με ποια θα γελάω και με ποια θα σιωπήσω και το έκανες ακριβώς όπως είχες σχεδιάσει.

Το μόνο που ήθελα ήταν λίγη ειλικρίνεια. Ήθελα να ξέρω πού πηγαίνεις τα βράδια και γιατί δε γυρνάς σπίτι, και ας μην ήσουν δική μου. Ήθελα να ξέρω για ποιον άλλον πονάς και με ποιον μιλάς όλη την ημέρα και το πρόσωπο σου γεμίζει πονηριά. Ήθελα να γνωρίζω αν είμαι μόνο εγώ που γελάω μαζί σου και σε βλέπω να περπατάς γυμνή στο σπίτι μου ή αν είναι και κάποιος άλλος. Και κάθε φορά που σε ρωτούσα, θύμωνες και έφευγες. Ναι, δεν είχα δικαίωμα να τσακωθώ μαζί σου. Δε μου ανήκες ποτέ. Ήθελα απλά να μου πεις την αλήθεια. Να σταματήσεις το παραμύθι, παρόλο που με έκανε να αισθάνομαι βολικά.

Και καθώς πέρασε ο καιρός και χαθήκαμε ξανά, καθώς εξαφανιζόμουν σιγά σιγά, έβρισκες πάντα ένα τρόπο να με τραβάς πίσω. Μου έλεγες πως δεν κοιμήθηκες καλά και θέλεις την αγκαλιά μου, πως σου λείψανε τα μεθύσια μας, πως η φωνή μου ακόμα σε καθησυχάζει, πως είμαι μόνο εγώ και καμιά άλλη. Και σε πίστευα.

Σε πίστευα, μέχρι που ξύπνησα. Μέχρι που μια μέρα, χρωστώντας το σε μένα, έπαψα να σε πιστεύω. Σταμάτησα να αφήνω τον εαυτό μου να ανησυχεί κάθε φορά που μου στέλνεις μήνυμα μεθυσμένη και να σου λέω να μην πιεις άλλο, σταμάτησα να θέλω απεγνωσμένα να σε πάρω αγκαλιά όταν με παίρνεις τηλέφωνο τρομαγμένη από κάποιον εφιάλτη.

Και ξέρεις γιατί; Γιατί παρόλο που έχεις άλλον άνθρωπο να κοιμάται στο κρεβάτι σου και να σε φιλάει, προσπαθούσες να με κάνεις να σέρνομαι ξανά. Και δε θα σε αφήσω αυτή τη φορά να με γεμίσεις παραμύθια και ιστορίες για αγρίους! Αυτή τη φορά, δε θα κλάψω και δε θα σε ψάξω. Δε θέλω την ψεύτικη προστασία και τις αυταπάτες που μου πουλάς για πραγματικότητα. Θέλω μια αλήθεια. Και η αλήθεια είναι πως έφτασε η μέρα να σου πω να πας στο διάολο μωρό μου!»

 

Επιμέλεια Κειμένου: Σοφία Καλπαζίδου

 

Συντάκτης: Πένη Σίμου