«Οδηγώ και σε σκέφτομαι», λέει ένα γνωστό λαϊκό τραγούδι, δε βαριέσαι; Όπου εμπνέεται ο καθένας. Άλλοι εμπνέονται στη βεράντα, άλλοι οδηγώντας, άλλοι στη θάλασσα ή το βουνό, άλλοι στο μπάνιο κι υπάρχει και μία μικρή αλλά διόλου ευκαταφρόνητη ομάδα ανθρώπων που κάνει την ψυχοθεραπεία της και τους φιλοσοφικούς της στοχασμούς κάνοντας φασίνα στο σπίτι.
Για κάν’ το εικόνα, φορμίτσα, φανελάκι, σαγιονάρα, στο ένα χέρι το βετέξ, στο άλλο το άζαξ και δώσ’ του φιλοσοφικές ανησυχίες κι όχι μόνο. Τι πιο οικείο από το σπιτικό μας που κάθε δωμάτιο και γωνιά του έχουν κι από μία ιστορία να μας διηγηθούν. Εμείς το έχουμε χτίσει. Και δεν εννοώ τα ντουβάρια και τα τούβλα, μα την ενέργεια και την αύρα του. Εξάλλου είναι ο χώρος μας και μας αντιπροσωπεύει 1000%.
Όλη μέρα και κάθε μέρα περιφέρεσαι μέσα σ’ αυτό. Συνήθως απασχολημένος κι αφηρημένος. Όλα αλλάζουν όμως όταν κάνεις γενική. Δωμάτια κι αντικείμενα που κοιτάζεις κάθε μέρα, σου μιλάνε και μ’ ένα μαγικό τρόπο σου ξυπνούν αναμνήσεις και σκηνικά που υπό νορμάλ συνθήκες δε θα θυμόσουν. Εν μέρει είναι απόλυτα λογικό. Πέραν της καθαριότητας, όταν τακτοποιείς και καθαρίζεις τον χώρο σου αναζωογονείσαι κι εσύ ο ίδιος. Σαν να συμβαίνει η κάθαρση και στις σκέψεις σου μαζί. Τα θυμάσαι όλα και τα ζεις, λες και τα εξομολογείσαι σε ψυχολόγο.
Καθώς τρίβεις την μπανιέρα με χλωρίνη ας πούμε, σου σκάει στο μυαλό ένα περσινό καλοκαιρινό βράδυ που μίλαγες με το κολλητάρι σου στο κινητό και ταυτόχρονα έκανες μπάνιο κι ετοιμαζόσουν μ’ ευλάβεια για ένα απρόσμενο ραντεβού με την καψούρα σου. Γελάς και συγχρόνως νοσταλγείς, καθαρίζεις και συγχρόνως έχεις χαζέψει και σκέφτεσαι εκείνο το βράδυ που είχες καιρό να φέρεις στο μυαλό σου. Ύστερα όμως η μυρωδιά της χλωρίνης σε προσγειώνει στην πραγματικότητα, λίγο πριν πάθεις άσθμα και ρίχνεις νεράκι και ξεπλένεις. Και στην μπανιέρα μα και στην ανάμνηση.
Κουζίνα τώρα, τραβάς ντουλάπια, ψυγεία, τραπέζια καρέκλες και σκουπίζεις κάθε γωνιά. Και να σου, εκεί σε μια γωνίτσα ξεχασμένο ένα κομμάτι γυαλί. Το κοιτάζεις κι αναρωτιέσαι πού βρέθηκε αυτό εκεί. Η μνήμη σου όμως ανταποκρίνεται ταχύτατα. Το γυαλάκι αυτό είναι ένα ενθύμιο από εκείνο το βράδυ με την καψούρα που λέγαμε πριν· είχες πάει να βάλεις ποτά. Δεν τα ήπιατε ποτέ. Λίγο το πάθος, λίγο η αφηρημάδα, δε θέλει και πολύ να γίνει η ζημιά. Κι όμως εσύ μετά από τόσο καιρό μαζεύεις ακόμα τα σπασμένα.
Χαμογελάς και προχωράς παρακάτω. Η μουσική στη διαπασών και σφουγγαρίζεις χορεύοντας και τραγουδώντας ξέφρενα. Άλλωστε κάνεις δε σε βλέπει για να σε κοροϊδέψει, είσαι σπίτι σου.
Δε θ’ αναφέρω καν την κρεβατοκάμαρα, εκεί όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος. Φθάνοντας στο σαλόνι, το πρώτο πράγμα που κοιτάζεις είναι τον καναπέ και το τραπεζάκι και ζεσταίνεται η ψυχή σου. Σαν να ‘χεις μπροστά σου την παρέα σου κι ακούς τα γέλια και τις συζητήσεις σας. Μουσική, ποτήρια, τίγκα τα τασάκια κι ευχάριστη ατμόσφαιρα. Γλυκές οι αναμνήσεις από τα βράδια σας.
Τέλος φασίνας, μα το μυαλό δουλεύει ακόμα στο ίδιο μοτίβο. Αράζεις καναπέ, ανάβεις τσιγάρο για να χαλάσει λιγάκι η φρεσκάδα στην ατμόσφαιρα. Είπαμε τόση αποστείρωση δεν την αντέχεις. Πίνεις μία γουλιά από τον καφέ σου και κοιτάζεις γύρω σου.
Παρατηρείς πόσα πράγματα έχεις αλλάξει μέσα στο σπίτι από τότε που ξεκίνησες να μένεις σ’ αυτό. Συνειδητοποιείς για πολλοστή φορά το πως δεν άλλαξε μόνο το σπίτι μα κι εσύ. Πώς ήσουν πριν ένα χρόνο και πώς είσαι τώρα. Άνθρωποι μπήκαν και βγήκαν απ’ αυτήν την πόρτα μα κι από τη ζωή σου. Μερικοί μένουν διαχρονικά πλάι σου και μερικοί άλλοι ήταν απλώς περαστικοί κι αρκούσε μόνο μία περασιά με το βέτεξ για να σβήσει τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα.
Κοιτάζεις ξανά γύρω σου κι αναρωτιέσαι τι άλλη ιστορία θα έχει να σου διηγηθεί αυτό το σπίτι σ’ έναν χρόνο από τώρα και πόσες από τις ήδη υπάρχουσες θα έχει παρασύρει η σκούπα σου και θα πεταχτούν στα σκουπίδια μια για πάντα. Δε βαριέσαι; Ό, τι αξίζει μένει. Κι αν πληγωθείς ξέρεις τη λύση. Γενική, φεύγουν και νεύρα και στρες κι όλα. Σαν να εξαγνίζονται όλα μαζί με τα πατώματα και τις επιφάνειες, το λέει και το φενγκ σουι.
Πόσα χωράει λοιπόν ένα σπίτι όταν θα κλείσει η πόρτα; Σκόρπιες σκέψεις, αναμνήσεις, φόβους, φιλίες, έρωτες, δάκρυα μα και πολλά γέλια. Κυρίως όμως, αγάπη και πάθος. Μένοντας σ’ αυτό μαθαίνεις να μη φοβάσαι τους θορύβους του και να τους συνηθίζεις γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Έτσι δε γίνεται στα πάντα στη ζωή μας; Συνηθίζουμε και παύουμε να φοβόμαστε γιατί πολύ απλά δεν έχουμε άλλη επιλογή.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου