Τα πιο δύσκολα, μα συνάμα και τα πιο όμορφα και αξιομνημόνευτα βράδια μας ξεκίνησαν με την φράση: «εγώ δεν είμαι για πολλά-πολλά απόψε, ένα ποτό θα πιω και θα φύγω». Πόσο κλισέ και πόσο ψέμα τελικά; Όλοι ξέρουμε πως όποτε λέμε αυτή τηνφράση μας βρίσκει το πρωί αγκαλιά με τον γνωστό πονοκέφαλο του hangover κι ένα στομάχι χάλια.
Όμως αλήθεια, πόσες βραδιές σε βεράντες κάτω από ξάστερους ουρανούς ή σε καναπέδες πλάι η μισή ωρίτσα που θα καθόσουν έγινε ξημέρωμα και το ένα ποτό που θα έπινες έφερε και το επόμενο και πάει λέγοντας; Η όμορφη παρέα και η ζεστή ατμόσφαιρα σε έκαναν να κολλήσεις εκεί για ώρες και να παγώσεις τον χρόνο πίνοντας ακριβό ή φθηνό αλκοόλ ζώντας τη στιγμή.
Βέβαια σε τέτοιες περιπτώσεις το μεθύσι είναι σίγουρο όπως επίσης είναι σίγουρο πως θα είναι το καλό, το δυνατό, αυτό που σε κάνει να κυνηγάς τα σύμφωνα και κυρίως τα φωνήεντα που σου φεύγουν παραπατώντας μέσα στο δωμάτιο. Ωστόσο ένα καλό μεθύσι δεν ξέρεις ποτέ πώς θα καταλήξει. Σε γέλια ώσπου να πονέσουν οι μασέλες σου; Σε κλάματα μέχρι να μουλιάσεις ολόκληρος; Και τα δύο;
Παρ’ όλ’ αυτά όποια και να είναι η εξέλιξη το βασικό είναι να αφήνεσαι και να μεθάς παρέα με ανθρώπους που εμπιστεύεσαι και ξέρεις ότι θα σε φροντίσουν και δε θα σε εκμεταλλευτούν αν κάτι πάει στραβά. Ένας μεθυσμένος άνθρωπος είναι πάντα συναισθηματικά απρόβλεπτος και οι σκέψεις του καθώς και τα αισθήματά, του μικρά ή μεγάλα, πολλαπλασιάζονται σε ένταση.
Τι σου είναι όμως και αυτό το αλκοόλ; Η ζεστασιά του σε χαλαρώνει τόσο πολύ που σου φέρνει στο μυαλό καταστάσεις και πρόσωπα που είχες ξεχάσει, σου ξυπνάει αισθήματα που νόμιζες πως είχες αφήσει πίσω σου προ πολλού, σου βγάζει παράπονα και ζόρια που ακόμα και εσύ ο ίδιος δε γνώριζες πως έχεις και δεν παραδεχόσουν ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό.
Γουλιά στη γουλιά και κουβέντα στην κουβέντα ανοίγεις την καρδιά σου και φανερώνεις στον συνομιλητή σου πτυχές σου κρυφές και εύθραυστες. Κάθε ποτήρι που κατεβάζεις εξουδετερώνει τα βολικά φίλτρα στις λέξεις σου και σε ακούς να λες με ωμότητα και ειλικρίνεια τα ζόρια σου και τα θέματά σου. Πόσες φορές μία απλή μάζωξη με την παρέα σου κατέληξε ύστερα από άδεια μπουκάλια και βαθυστόχαστες συζητήσεις σε κλάματα για τον χαμένο προ ετών έρωτα της ζωής σου και εσύ έστειλες το τραγικό μεθυσμένο σου μήνυμα; Πόσες φορές πάνω στο μεθύσι σου ανακάλυψες όλες τις ανασφάλειες καθώς και τις υπαρξιακές σου ανησυχίες κι εκείνες πήραν σάρκα και οστά και κάθισαν απέναντί σου και σε χλευάζανε; Πόσες φορές ήπιατε τόσο πολύ που αφού βαλτώσατε συζητώντας τα τόσα βάσανα και προβλήματά σας αρχίσατε τον χορό, τα γέλια και τις ζημιές και ύστερα σας πήρε ο ύπνος το πρωί στον καναπέ αγκαλιά με τα μπουκάλια;
Γενέθλια, γιορτές, σαββατόβραδα ή ακόμα και μία τυπική καθημερινή ‘γίναν αφορμές για να διασκεδάσετε με την ψυχή σας. Πάνω στο μεθύσι χάνεις τις αντιστάσεις σου και παύεις να προσποιείσαι. Όταν όμως, τόσο το μυαλό σου όσο και το σώμα σου μουδιάζουν, η αλήθεια σου είναι το μοναδικό ρούχο που σου είναι άνετο. Κι αυτές τις σκοτεινές ή φωτεινές στιγμές δεν πονάει, κάθε άλλο αγαλλιάζεις.
Κλαις, γελάς, μιλάς, χορεύεις, τραγουδάς και ανακουφίζεσαι γιατί στα μεθύσια δε φοράς την μάσκα σου.
Δεν έχει σημασία τι θα θυμάσαι το πρωί και τι όχι, αν θα ξεράσεις κι αν θα έχεις ένα κεφάλι καζάνι, αν θα γελάς ή αν θα κλαις ή και τα δύο. Σημασία έχει πως για λίγη ώρα θα μοιραστείς το βάρος σου, τη χαρά σου, τη λύπη σου και τις πιο κρυφές σου σκέψεις με τους ανθρώπους που τα πίνετε κι αγαπάς. Δεν πειράζει, πού και πού ρίχ’ το έξω, μα φρόντισε να είσαι ασφαλής και να αφήσεις το αυτοκίνητο σπίτι για άλλη νηφάλια μέρα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου