Η μουσική χαμήλωσε, τα τραγούδια έγιναν πιο ερωτικά. Στο σπίτι επικρατεί χάος και στο νεροχύτη τα ποτήρια και τα πιάτα είναι σωρός μα μετά από τόσο μαγείρεμα και τόσες ώρες γλέντι δεν έχω κουράγιο για μαζέματα. Κι αύριο μέρα είναι, άλλωστε σήμερα είναι γιορτή.
Τυλίχτηκα με ένα φούτερ και κάθομαι στην βεράντα. Μπιρίτσα, τσιγαράκι, μουσικούλα και χάζεμα στο σούρουπο. Κάπως έτσι ευελπιστώ να ξορκίσω τη μοναξιά που νιώθω ύστερα από μία τόσο έντονη μέρα. Μέχρι πριν μισή ώρα το σπίτι ήταν γεμάτο από συγγενείς και φίλους, πέρασε όμως η ώρα κι ο καθένας πήγε σπίτι του. Τα γέλια κι οι φωνές σιώπησαν και τώρα που το σπίτι άδειασε, μου κακοφαίνεται.
Τι σου είναι τελικά αυτές οι γιορτές; Τη μια στιγμή περιτριγυρίζεσαι από ανθρώπους που αγαπάς και την επόμενη περιτριγυρίζεσαι με σκέψεις γι’ ανθρώπους που σου λείπουν. Κοιτάζω λίγο τον δρόμο, λίγο το κινητό. Όσοι ήταν να ευχηθούν το έκαναν ήδη κι όμως κάτι μου λείπει. Το κινητό έχει πάψει εδώ κι ώρα να χτυπά, η μέρα όμως δεν έχει τελειώσει ακόμα. Πού ξέρεις, ίσως να γίνει το αναπάντεχο. Ίσως φταίει και το αλκοόλ, εδώ κι ώρες σταμάτησα το φαγητό και συνέχισα το πιόμα. Το σηκώνει και η μέρα βλέπεις. Πώς το κάνεις αυτό; Πώς τα καταφέρνεις και σε κάθε γιορτή κι αργία τρυπώνεις στο μυαλό μου;
Άλλοτε έστελνες κι ένα «χρόνια πολλά» και κάθε φορά ήλπιζα πως κουβέντα στην κουβέντα θα φούντωνε το πάθος και θα καταλήγαμε σ’ ακόμα μία τελευταία κρυφή συνάντηση. Είναι αστείο τελικά, αρκεί ένα σου μήνυμα μόνο για να τα παρατήσω όλα και να τρέξω να σε βρω, θα μπορούσα βέβαια να σου στείλω κι εγώ, μα άλλη γλύκα έχει το δικό σου.
Ήδη έχω φτιάξει εικόνες στο μυαλό μου για το πώς θα είναι η συνάντησή μας. Εκεί που θα μιλάμε θα εξαφανιστείς για λίγο και πάνω που θα βράζω από τα νεύρα μου που με γειώνεις θα μου στείλεις ένα: «είμαι από κάτω, κατέβα για λίγο να τα πούμε». Εγώ τάχα θα δυσκολευτώ και θα κατέβω αυστηρά για ένα τσιγάρο, μα διάολε μόλις δω το χαμόγελό σου δε θα μπορώ να φύγω. Το ένα τσιγάρο θα φέρει το άλλο και θα καταλήξουμε παραλία να χαζεύουμε τα κύματα, μπίρες από περίπτερο και χλιαρές συζητήσεις. Όλα αυτά μέχρι να πετάξει κάποιος την πρώτη μπηχτή για το τι πήγε λάθος μεταξύ μας. Δε θ’ αργήσουν ν’ ανάψουν τα αίματα και θα στήσουμε καυγά. Είμαστε καλοί σ’ αυτό. Το τέλος θα έρθει με ένα φιλί κι όλα τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους.
Μετά γνώριμο το συναίσθημα. Τύψεις, ενοχές, κενό. Θα ξέρουμε πως το πρωί θα ξυπνήσουμε χώρια και την καλημέρα μας θα την πούμε αλλού. Το πότε θα βρεθούμε ξανά; Άγνωστο. Πιθανόν σε κάποια γενέθλια ή γιορτή. Μα μαζί σου ακόμα κι αυτό το γουστάρω. Κάπου μέσα μου με λυτρώνουν αυτές οι τυχαίες συναντήσεις μας. Με κάνουν να νιώθω πως ζω.
Πριν αποχωριστούμε θα φιληθούμε στο μάγουλο ψυχρά σαν ξένοι, το κλίμα δε σηκώνει πολλές κουβέντες. Στις 12 το βράδυ αλλάζει η μέρα και παύει να ‘ναι γιορτινή, επομένως κι η άμαξα γίνεται ξανά κολοκύθα. Ο καθένας γυρίζει στη ζωή του και την καθημερινότητά του περιμένοντας την επόμενη φορά, την επόμενη αφορμή. Πάντα κάπου, κάπως θα βρίσκεται ο λόγος για να βρεθούμε για τελευταία φορά στα κρυφά. Λάθος ή σωστό; Έτσι είναι. Αυτό θα είναι πάντα το κοινό μας μυστικό.
Το πολύ μαζί το προσπαθήσαμε και δε μας πήγε καλά, το πολύ χώρια όμως δεν το πάμε εμείς. Η ζωή προχωρά, προσπαθούμε με νέους ανθρώπους με νέες σχέσεις μα στοιχειώνουμε ο ένας τον άλλον για όσα κωλώσαμε να παραδεχτούμε και να πράξουμε. Άλλη μία μπίρα, άλλο ένα τσιγάρο. Η βραδινή ψύχρα ανατριχιάζει το μουδιασμένο μου κορμί. Νύχτωσε κι εσύ ακόμα πουθενά. Μα το έχω σίγουρο πως όπου να΄ναι θα εμφανιστείς.
Έτσι είναι οι γιορτές, ξεκινάς με γέλια και γλέντι και καταλήγεις να νοσταλγείς πρόσωπα και στιγμές. Το χειρότερο όμως είναι πως η νοσταλγία με το ποτό είναι κακός συνδυασμός και κάνουν εύφορο το έδαφος για όμορφα κι ένοχα λάθη. Το έχουμε ξαναπεί, το αλκοόλ μειώνει τις αντιστάσεις και τις ντροπές.
Το κινητό ακόμα να χτυπήσει, μα δεν πειράζει. Ίσως αυτή την φορά να μην εμφανιστείς, ίσως να περιμένεις δικό μου μήνυμα. Ακόμα κι έτσι μου κρατά όμορφη συντροφιά η ανάμνησή σου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου