Βράδυ Σαββάτου, κανονίζεις με την παρέα σου να βγείτε για ένα χαλαρό ποτάκι. Ο προορισμός γνωστός, το στέκι σας. Ποτά, γέλια και ανέμελες συζητήσεις. Όλοι είστε ευδιάθετοι και χαμογελαστοί. Γιατί να μην είστε άλλωστε; Καινούργιες δουλειές, καινούργιες σχέσεις, καινούργια σπίτια και τα Χριστούγεννα πλησιάζουν. Κι εσύ, δεν τα πας και άσχημα. Κατάφερες μετά από καιρό να κάνεις την καινούργια αρχή που τόσο ήθελες και να σταθείς γερά στα πόδια σου.

Οι συζητήσεις έχουν πάρει φωτιά και το κέφι σας είναι στο απόγειό του. Η ζωή όμως μερικές φορές παίζει άτιμα παιχνίδια εις βάρος μας και μας δοκιμάζει με παράξενους τρόπους. Κάνεις να πάρεις τον αναπτήρα κι ασυναίσθητα κοιτάζεις στο απέναντι τραπέζι και βλέπεις ένα πρόσωπο γνώριμο, που σχεδόν είχες ξεχάσει και πίστευες πως δε θα έβλεπες ξανά. Το χαμόγελο ίδιο και τα μάτια πιο λαμπερά από ποτέ. Για μερικά δευτερόλεπτα παγώνει ο χρόνος κι εσύ χάνεσαι εκεί. Σου είχε λείψει πολύ τελικά.

Βγαίνοντας από την αποχαύνωσή σου κοιτάζεις στη διπλανή καρέκλα και συνειδητοποιείς πως συνοδεύεται. Οι στάσεις των σωμάτων τους δε φανερώνουν τίποτα φιλικό μεταξύ τους. Κάθε άλλο, κοιτάζονται όπως κοιταζόσασταν, αγγίζονται όπως αγγιζόσασταν και το χειρότερο όλων, φιλιούνται ακριβώς όπως φιλιόσασταν και εσείς οι δύο. Κρύος ιδρώτας αρχίζει και λούζει το πρόσωπό σου, σε πιάνει τρέμουλο και κάνει και την εμφάνισή του ο γνωστός κόμπος στο στομάχι που θυμίζει δυνατή κι απότομη γροθιά. Κάπως έτσι έρχεσαι αντιμέτωπος με συναισθήματα και σκέψεις που νόμιζες πως είχες αφήσει από καιρό πίσω σου.

Το θέαμα έχει αρχίσει να σε ενοχλεί επικίνδυνα και σε μια στιγμή παρόρμησης πιάνεις τον εαυτό σου να θέλει να πάει απέναντι και να τα σπάσει όλα, ποτήρια, πιάτα, τασάκια κεφάλια και ότι άλλο σπάει. Γρήγορα όμως αφήνεις αυτή τη σκέψη. Προσπαθείς να κρατήσεις την ψυχραιμία σου και κυρίως την αξιοπρέπειά σου, όσο και να θες να ξεκατινιαστείς ξέρεις πως είναι λάθος.

Έτσι, η δεύτερη και πιο ασφαλής σκέψη που σου έρχεται στο μυαλό είναι να πληρώσεις άρον–άρον και να φύγεις. Από την άλλη όμως ο εγωισμός σου ουρλιάζει πως εάν σε έχει δει θα είναι μεγάλη ήττα για σένα να φύγεις γιατί έτσι θα δείξεις πως δεν το έχεις ξεπεράσει και σε καίει ακόμα.

Ωστόσο καθώς περνάει η ώρα η ζήλια και ο θυμός σου τρυπάνε το μυαλό, αποστρέφεις το βλέμμα σου από το τραπέζι τους και προσπαθείς να γίνεις ένα ξανά με την παρέα σου. Μάταια όμως. Κατεβάζεις το ένα ποτήρι μετά το άλλο και καπνίζεις με μανία.
Είναι άξιο απορίας το θράσος που έχει. Πώς τολμάει να έρχεται στο στέκι σου και να σου τρίβει έτσι την καινούργια σχέση; Κάποτε ήταν στέκι σας, κάποτε είχατε κάτσει παρέα σε αυτό το τραπέζι και γελούσατε και φιλιόσασταν σαν έφηβοι. Και τώρα μολύνει έτσι το χώρο αυτόν και τις αναμνήσεις σας; Πού πήγε ο σεβασμός; Γιατί θέλει να σκοτώσει έτσι κάθε όμορφη εικόνα που είχες απέναντι σ’ αυτό το πρόσωπο;

Κι εσύ προχώρησες την ζωή σου μα δεν το διαφήμισες, φρόντισες να το κάνεις για σένα και όχι για να μαθευτεί. Σκέφτεσαι και ξανασκέφτεσαι, πίνεις άλλο ένα ποτηράκι και αρχίζεις να καταλαβαίνεις πως για να το κάνει αυτό ίσως δε σε ξεπέρασε ποτέ, δεν ξέρει τι να κάνει και ο πληγωμένος εγωισμός του θέλει να σε πονέσει, γι’ αυτό και φέρεται σαν κακομαθημένο παιδάκι που του χάλασαν το χατίρι.

Πόσο ανόητα κι ανώριμα μπορεί να φερθεί ένας πληγωμένος άνθρωπος τελικά; Γι’ αυτό κι εσύ θα κάτσεις εκεί και δε θα πας πουθενά. Δε θα κάνεις την χάρη σε κανέναν να χαλαστείς. Κι αν σε κοιτάξει;  Θα χαμογελάσεις και θα χαιρετήσεις. Γιατί εσύ είσαι ανώτερο πλάσμα, χωρίς κακίες και κόμπλεξ. Δεν έχει καμία σημασία που όταν πας σπίτι θα σπάσει σε χίλια κομμάτια και τον εγωισμό σου και ό, τι άλλο γυάλινο υπάρχει, σημασία έχει μόνο ότι δε θα δώσεις σε κανέναν την ικανοποίηση να σε βλέπει να σπας.

Συντάκτης: Νατάσα Π.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου