Βραδάκι, έχεις ντυθεί, έχεις στολιστεί, το μαλλί πένα, φοράς τις κολόνιες σου, βουτάς το μπουφάν σου και έτοιμος για την καθιερωμένη έξοδο με την παρέα. Το πλάνο γνωστό, χουχούλιασμα σε ένα ζεστό μαγαζί, ποτάκι. Τσιγαράκι και κουτσομπολιό για ώρες. Περνώντας όμως έξω από τα στέκια σας τρώτε τα πρώτα ξενερώματα.
Ο αντικαπνιστικός νόμος είναι εδώ κι εφαρμόζεται παντού και κάνει μαγαζιά που έχετε xτίσει να μοιάζουν απλησίαστα πια. Γυρνώντας γύρω– ύρω από όλα τα μαγαζιά της περιοχής το μοτίβο μοιάζει παντού το ίδιο.
Ή κόσμος όρθιος στο πεζοδρόμιο να καπνίζει με το ποτήρι στο χέρι και μετά να επιστρέφει στο τραπέζι του ή τα μέχρι πρότινος καλοκαιρινά τραπεζάκια γεμάτα με κόσμο με μπουφάν και παλτά να καπνίζουν και να πίνουν το ποτό τους κι ανάμεσά τους σόμπες και μέσα στο μαγαζί και το μπαρ άδεια τραπέζια.
Το κρύο τσουχτερό, γι’ αυτό κι ομόφωνα αποφασίζετε να κάτσετε μέσα κι όποτε θέλετε τσιγάρο να αλλάζετε βάρδιες στο πεζοδρόμιο με τα μπουφάν σας. Βρίσκετε ένα τραπέζι, κάθεστε και βρίζετε θεούς και δαίμονες. Έχεις ξενερώσει τέρμα και το τραπέζι χωρίς το τασάκι σου φαίνεται λειψό κι άκρως εκνευριστικό. Από συνήθεια δίπλα στο κινητό σου έχεις απλώσει τον αναπτήρα και τα τσιγάρα σου. Αφουγκράζεσαι λίγο την ατμόσφαιρα και συνειδητοποιείς ότι για πρώτη φορά το μαγαζί μοσχοβολάει καφέ, ωραία η μυρωδιά αυτή όμως τη δεδομένη στιγμή σε εκνευρίζει άπειρα.
Τα πρώτα ποτά σερβίρονται και εσύ πια βράζεις στο ζουμί σου, πίνεις μια γουλιά από το ποτό σου και θες απελπισμένα ένα τσιγάρο. Έτσι η απόφαση δεν αργεί να έρθει, θα πιεις στα γρήγορα το ποτό σου και θα γυρίσεις γρήγορα στο σπίτι σου και θα καπνίσεις όσο γουστάρεις ανενόχλητος και θα βγεις ξανά όταν καλοκαιριάσει για τα καλά. Κρατώντας το ποτό σου στο χέρι φοράς το μπουφανάκι σου παίρνεις το τσιγαράκι σου και θαρραλέα βγαίνεις έξω για να καπνίσεις. Εκεί που σκέφτεσαι πως αντί για μπουφάν θα έπρεπε να φορούσες κουβέρτα συνειδητοποιείς ότι ξέχασες να πάρεις τον αναπτήρα σου μαζί σου.
Κάπως έτσι ανακαλύπτεις πως έχεις ευρεία γκάμα στα μπινελίκια και δυστυχώς έχεις ξεφύγει και τα λες φωναχτά κι ακούγεσαι. Εκεί λοιπόν που είσαι έτοιμος να σηκωθείς και να φύγεις χωρίς να χαιρετίσεις και χωρίς καν να πληρώσεις το ποτό σου να σου γίνεται το θαύμα. Ένα πανέμορφο πλάσμα σου τείνει το χέρι και σου προσφέρει τον αναπτήρα του. Πάνε τα νεύρα, ξέχασες και κρύο κι εξορία και τα πάντα. Ανάβεις το τσιγάρο σου, χαμογελάς αμήχανα και πιάνεις κουβέντα σαν γνήσιος ερωτύλος. Κι εκεί στο σκοτάδι και το κρύο αρχίζει το φλερτ.
Καθώς μιλάτε ανακαλύπτετε πως έχετε πολλά κοινά και κάθεστε και σε διπλανά τραπέζια με τις παρέες σας κι εσύ αναρωτιέσαι πώς και δεν είχες παρατηρήσει αυτές τις ματάρες τόση ώρα. Η συζήτηση όμως λήγει άδοξα και το γλυκό αυτό πλασματάκι επιστρέφει στο τραπέζι και την παρέα του. Κάθεσαι και καρφώνεσαι με τα μάτια και περιμένεις πότε θα ξαναβγεί για τσιγάρο για να βγεις και εσύ δήθεν τυχαία και να το πιάσετε από εκεί που το αφήσατε. Τώρα η βραδιά απέκτησε νόημα. Είσαι πεπεισμένος ότι στο τέλος θα φύγεις με το τηλέφωνό του και με την ελπίδα ότι βρήκες τον άνθρωπο σου.
Ίσως πια να μην έχουμε capital control για να στηνόμαστε στην ουρά των ΑΤΜ περιμένοντας τη σειρά μας κάνοντας γνωριμίες με ενδιαφέροντες αγνώστους όμως έχουμε αντικαπνιστικό νόμο και είναι μια πολύ καλή αφορμή για να αρχίσει το φλερτ. Λίγο ένας αναπτήρας που δεν έχουμε, λίγο το κρύο, λίγο ο εκνευρισμός που μοιραζόμαστε με τους άλλους που καπνίζουν μαζί μας έξω είναι όλα πολύ καλές πάσες για να γίνει η αρχή για φλερτ, πόσο μάλλον στην Ελλάδα που το φλερτ παίζει πρωταρχικό ρόλο και πάντα ψάχνουμε αφορμές γι’ αυτό. Καπνίστε ελεύθερα (με μέτρο όμως έ;) και πού ξέρετε, ίσως ένα κρύο και βροχερό βράδυ εκεί στην ησυχία και τη μοναξιά της εξορίας σας να βρείτε τον έρωτα της ζωής σας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου