Το “The Βlue Lagoon” ή «Η Γαλάζια Λίμνη» είναι μια από τις πιο δημοφιλείς αμερικάνικες ταινίες του 1980 που μέχρι και σήμερα παίζει στην τηλεόραση αρκετές φορές τον χρόνο. Παραμένει αγαπημένη και κλασική, γι’ αυτό και μας φέρνει λίγη από τη νοσταλγία των παιδικών μας χρόνων.

Η ταινία αυτή είναι βασισμένη στην τριλογία του μυθιστορήματος “The blue Lagoon” που εκδόθηκε το 1908 από τον Ιρλανδό συγγραφέα Henry De Vere Stacpoole. Τα βιβλία αυτά θίγουν και εξερευνούν θέματα, όπως η παιδική αθωότητα, η αγάπη και η σύγκρουση μεταξύ της άγριας ζωής στη φύση και μιας ζωής στον πολιτισμένο κόσμο.

Το σενάριο εστιάζει σε δύο ξαδέρφια, τον Dick και την Emmeline Lestrange, που ναυαγούν σε ένα νησί μαζί με τη μαγείρισσα του πλοίου, Paddy Button. Δύο χρόνια μετά το ναυάγιο, η Paddy πεθαίνει και τα παιδιά προσπαθούν να επιβιώσουν μόνα τους με όσα τους έμαθε η Paddy, αλλά και με όσα έχει να τους προσφέρει το νησί. Καθώς μεγαλώνουν και περνούν στην εφηβεία αρχίζουν να τρέφουν ρομαντικά αισθήματα ο ένας για τον άλλον, χωρίς όμως να γνωρίζουν γιατί νιώθουν έτσι και μη έχοντας την παραμικρή ιδέα για τη σ3ξουαλικότητα. Έτσι, λοιπόν, καταλήγουν να συν3υρίσκονται, με τη σ3ξουαλική πράξη να μοιάζει περισσότερο με τελετή ζευγαρώματος, όπως συμβαίνει με τα ζώα στη φύση.

Μερικούς μήνες αργότερα η Emmeline μένει έγκυος, ενώ οι δυο τους δεν έχουν καμία γνώση για το τι είναι η εγκυμοσύνη ή για το τι συμβαίνει στο σώμα της Emmeline που αλλάζει με τόσο γοργούς ρυθμούς. Γεννιέται, λοιπόν, ένα αγοράκι, το οποίο ονομάζουν Hannah, μιας και αυτό ήταν το όνομα του μοναδικού βρέφους που γνώρισαν ως παιδιά. Οι τρεις τους συνεχίζουν να μένουν στο νησί, ενώ η οικογένειά τους πίσω στο San Francisco συνεχίζει να τρέφει ελπίδες ότι είναι ζωντανοί και σχεδιάζει να πάει στο νησί, όπου ένα κυνηγός φαλαινών βρήκε ένα παιδικό σετ τσαγιού που ανήκε στην Emmeline.

Εν τω μεταξύ στο νησί, ο Dick και η Emmeline με τον μικρό τους γιο επιβιβάζονται στη βάρκα που είχαν από το ναυάγιο με σκοπό να επιστρέψουν στο μέρος που μεγάλωσαν με την Paddy. Μετά από μια σειρά ατυχών γεγονότων, οι τρεις τους βρίσκονται παγιδευμένοι στον ωκεανό χωρίς κουπιά και αναγκάζονται να φάνε από το κλαδί που είχε μαζέψει η Emmeline από δηλητηριώδη μούρα. Η οικογένειά τους τους βρίσκει και τους 3 αναίσθητους στη μικρή βάρκα και ενώ ανακαλύπτουν πως ακόμα αναπνέουν, η ιστορία τελειώνει εκεί αφήνοντας αβέβαιο το αν τελικά επέζησαν ή όχι.

Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είχε μεταφερθεί άλλες δύο φορές στη μεγάλη οθόνη πριν το 1980. Η πρώτη ήταν το 1923, οπότε και οι William Bowden και Dick Cruickshanks σκηνοθέτησαν μια ασπρόμαυρη βουβή ταινία. Η δεύτερη ήταν η εκδοχή του Frank Launder το 1949. Η συγκεκριμένη ταινία εκτός από το ότι είχε ήχο και χρώματα, έγινε η 7η πιο προσοδοφόρα αγγλική ταινία στο box office της Αγγλίας εκείνη τη χρονιά. Το 1980, ο σκηνοθέτης Randal Kleiser αναθέτει στον σεναριογράφο Douglas Day Stewart να γράψει τη δική του εκδοχή για το σενάριο και ενώ η ταινία λαμβάνει πολλαπλές υποψηφιότητες για βραβεία, αρκετοί κριτικοί δεν αρέστηκαν στις σκηνές γ@μνού που περιλάμβανε. Αυτό συνέβη γιατί αφενός τέτοιου είδους σκηνές δεν ήταν συνήθεις για την εποχή και αφετέρου γιατί η πρωταγωνίστρια ήταν μόλις 14 ετών.

Βέβαια, οι παραγωγοί της ταινίας έχοντας λάβει υπ’ όψιν την ηλικία της δεν προσπάθησαν να αποτυπώσουν πλήρως την πιο απελευθερωμένη και προκλητική εκδοχή των βιβλίων, αλλά σίγουρα ακόμα και η εκδοχή που παρουσίασαν ήταν προχωρημένη για εκείνη τη δεκαετία. Επίσης, ενώ ο πρωταγωνιστής Christopher Atkins Bomann έπαιξε σχεδόν σε όλες τις γ@μνές σκηνές του χαρακτήρα που υποδυόταν, η συμπρωταγωνίστριά του, Brooke Shields, δεν έπαιξε σε καμία από αυτές, ήταν σχεδόν πάντα ντυμένη και τα μακριά μαλλιά της ήταν κολλημένα στο στήθος της.

Αν και ανά τα χρόνια υπήρξαν σενάρια που υποστήριξαν πως η ιστορία ήταν βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, κάτι τέτοιο δεν αληθεύει, καθώς το σενάριο και η πλοκή είναι μάλλον στοιχεία μυθοπλασίας. Υπάρχουν όμως στοιχεία που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και αυτά είναι ίσως ο λόγος που η ταινία μοιάζει με πραγματική ιστορία. Αρχικά, το μέρος που γυρίστηκε η ταινία βρίσκεται στα νησιά Fiji στον νότιο Ειρηνικό ωκεανό και συγκεκριμένα στο ιδιωτικό νησί, Nanuya Levu. Τα πλάνα από την ταινία αποτυπώνουν την πραγματική χλωρίδα και πανίδα του νησιού και δεν αποτελούν εφέ ενός υπολογιστή. Μέσω της ταινίας, ο ερπετολόγος John Gibbons εντόπισε ένα είδος ιγκουάνα που δεν είχε θεαθεί ξανά και έτσι ανακαλύφθηκε το τότε νέο είδος, Fiji crested iguana, που πλέον ανάγεται στα είδη προς εξαφάνιση. Επίσης, η χορευτική ακολουθία των κανίβαλων που παρουσιάζεται στην ταινία είναι πραγματικός τοπικός χορός των φυλών που κατοικούν στα νησιά Fiji.

Μπορεί τα γεγονότα αυτά να μη συνέβησαν ποτέ, αλλά τα συναισθήματα που γεννά η ταινία είναι σίγουρα πολλά και ανάμεικτα, καθώς δεν πρόκειται μόνο για μια ρομαντική ιστορία. Μιλάμε και για ένα συμβάν με πιθανόν τραγικό τέλος για τα δυο αυτά παιδιά και για το αθώο αγοράκι τους. Από την άλλη, η ταινία -και κατ’ επέκταση και η τριλογία βιβλίων που γράφτηκε το 1908-, μας βάζει σε σκέψεις και μας παρουσιάζει μια άλλη πλευρά της ανθρώπινης φύσης, μακριά από τον πολιτισμό, τη γνώση και την τεχνολογία, και ακόμα και αν πρόκειται για προϊόν μυθοπλασίας, τα μηνύματα που μας μεταφέρονται είναι πολύ δυνατά.

 

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Μαρία Κουτσουρά
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.