Τελευταία παρατηρείται -ειδικά μέσω των social media- ένα φαινόμενο που αν και δεν έχει κάποια ονομασία χαρακτηρίζεται από άσκηση έντονης κριτικής για τον χλιδάτο τρόπο ζωής που μπορεί να έχει ένας influencer -και όχι μόνο. Γιατί, λοιπόν, κάποιος να νιώθει την ανάγκη να απολογηθεί στους άλλους για τις επιλογές του, όπως το να στέλνει τα παιδιά του σε ιδιωτικό σχολείο, να απολαμβάνει τακτικά διακοπές σε ακριβούς προορισμούς και ξενοδοχεία, να αγοράζει πράγματα πολυτελείας ή να προσλαμβάνει κάποιον να του καθαρίζει το σπίτι;
Ακόμα και σε μικρότερη κλίμακα από αυτή των γνωστών προσώπων στο διαδίκτυο, οι περισσότεροι έχουμε υπάρξει μάρτυρες σε στιγμές που εμείς οι ίδιοι ή άτομα στον κοινωνικό μας περίγυρο ένιωσαν αμήχανα ή έσπευσαν να δικαιολογηθούν για ένα ακριβό απόκτημά τους, λέγοντας πως μάζευαν χρήματα καιρό ή πως το πήραν στις εκπτώσεις. Τι μας έχει οδηγήσει, λοιπόν, σε αυτές τις συμπεριφορές που αφορούν και αυτούς που κράζουν και αυτούς που νιώθουν άσχημα επειδή κατέχουν κάτι που οι άλλοι δεν έχουν;
Η τάση του δημόσιου λιθοβολισμού έχει άρρηκτη σύνδεση με το γεγονός πως επειδή δεν μπορούμε να ζήσουμε την ίδια «καλή» ζωή με άλλους, μας δημιουργείται ένα αίσθημα κατωτερότητας, αυξάνονται οι ανασφάλειές μας και αυτόματα ξυπνάει ένα αίσθημα οργής και θυμού προς το πρόσωπο που μας προκάλεσε όλα αυτά τα συναισθήματα. Αυτό αν και είναι μια αναμενόμενη -ας πούμε- ανθρώπινη αντίδραση, οφείλει να λειτουργεί ως μάθημα προς τον εαυτό μας. Δηλαδή, να αντιλαμβανόμαστε πως το πρόβλημα πηγάζει από εμάς και από τη δική μας λανθασμένη οπτική των πραγμάτων -και δεν έχει προκληθεί από άλλους.
Επιπλέον, οφείλουμε να λάβουμε υπόψιν πως και τα άτομα τα οποία καταδικάζουμε, κατά πάσα πιθανότητα έχουν δουλέψει και δουλεύουν για να αποκτήσουν όλα όσα που εμείς επιθυμούμε και πως απ’ τη στιγμή που τα κεκτημένα τους δεν είναι προϊόντα κλοπής ή απάτης, σίγουρα δεν έχουν στερήσει από εμάς το εισόδημά μας ή το δικαίωμα να διεκδικήσουμε έναν παρόμοιο τρόπο ζωής. Φυσικά, υπάρχουν και οι άνθρωποι οι οποίοι προέρχονται από εύπορες οικογένειες και αυτό οπωσδήποτε τους τοποθετεί σε μια περισσότερο προνομιούχα θέση σε σχέση με άλλους, αλλά και σε αυτή την περίπτωση αυτό δεν είναι κάτι για το οποίο φταίνε οι ίδιοι ή για το οποίο οφείλουν να απολογηθούν.
Ας βάλουμε για λίγο τους εαυτούς μας στη θέση αυτών των ανθρώπων και ας αναλογιστούμε αν εμείς θα νιώθαμε την ανάγκη να δικαιολογήσουμε τον εαυτό μας. Δύσκολα κάποιος θα αρνούνταν μια ευκατάστατη ζωή, όπου θα μπορεί να απολαμβάνει ανέσεις και να λαμβάνει καλύτερες υπηρεσίες. Ποια ανθρώπινη ανάγκη, λοιπόν, κρύβεται πίσω από αυτά τα ξεσπάσματα μίσους;
Εκτός από τη ζήλια και τον φθόνο, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε στη δική μας προσωπική ζωή μπορεί να κρύβονται πίσω από την ανάγκη μας να κατακρίνουμε τους άλλους. Έτσι, νιώθουμε για λίγο ανώτεροι, δίκαιοι, και -αν θέλετε- υπερασπιστές των φτωχών. Κάτι σαν τον Ρομπέν των Δασών, αλλά χωρίς ουσιαστική προσφορά στον συνάνθρωπο στην τελική. Καλύπτουμε προσωρινά τα αρνητικά μας συναισθήματα με το να τα μεταφέρουμε στους άλλους, ξέροντας πως τα λεγόμενά μας θα δημιουργήσουν αναταραχή, τύψεις, ενοχές, στεναχώρια και απορία στον δέκτη. Βέβαια, αν τα σχόλιά μας βρούνε και υποστηρικτές, τονώνεται και η αυτοπεποίθησή μας ψευδώς και βραχυπρόθεσμα.
Αξίζει να σημειωθεί πως μια τέτοια συμπεριφορά φανερώνει και ρατσιστική διάθεση και προωθεί το μίσος και τη διχόνοια στην κοινωνία. Είναι λες και οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο μονάχα κατηγορίες και όποιος τολμήσει να επιχειρήσει μια πιο άνετη ζωή από εμάς είναι κατακριτέος. Αυτός με τη σειρά του κρύβεται, ντρέπεται ή φοβάται την αρνητική αντιμετώπιση και προσπαθεί όσο μπορεί να μην προκαλεί με τη συμπεριφορά του, ζώντας υπό το καθεστώς φόβου και τύψεων.
Είναι μάστιγα της εποχής να ζούμε παρασιτικά παρακολουθώντας και κρίνοντας τις ζωές των άλλων, κυρίως μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, και όλα αυτά για να μη χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε και να παραδεχτούμε τα προβλήματα της δικής μας ζωής. Ο μόνος τρόπος να εξελιχθούμε ως άνθρωποι και μαζικά ως κοινωνία είναι να αναλάβει καθένας τις ευθύνες του, να γνωρίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας, να τον αποδεχτούμε και να δουλέψουμε προς τη βελτίωσή του. Αυτό, φυσικά, δεν μπορεί να γίνει προωθώντας κηρύγματα μίσους για τις ζωές που ζούνε οι άλλοι, αλλά μια καλή αρχή είναι η διατήρηση της ψυχικής μας υγείας και το ταξίδι προς την αυτογνωσία.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.