Άλλο ένα περιστατικό λοιπόν στην Ελλάδα όπου δεν υπάρχει διαθέσιμο ασθενοφόρο για τη διακομιδή ασθενών, άλλο ένα περιστατικό στην Ελλάδα που δεν υπήρχε προσωπικό να προσφέρει τις πρώτες βοήθειες σ’ έναν συμπολίτη μας που έχει ανάγκη, άλλη μια φορά που οι φίλοι, γείτονες κι όσοι μπορούν, διαθέτουν το δικό τους όχημα για να μεταφέρουν έκτακτα έναν συνάνθρωπό μας στο νοσοκομείο κι άλλη μια φορά που ένας άνθρωπος χάνει τη ζωή του εξαιτίας όλων αυτών των ελλείψεων.
Η ντροπή, η απογοήτευση κι η θλίψη δεν αρκούν για να εκφράσουν τα συναισθήματα της κοινωνίας μπροστά σε τέτοια περιστατικά. Οι πολίτες διαμαρτύρονται διαρκώς για τις ελλείψεις στα κέντρα υγείας και στα νοσοκομεία της περιοχής τους και κανείς δεν είναι εκεί για να αφουγκραστεί και, κυρίως, να κάνει κάτι για να απαλειφθούν αυτές οι ανησυχίες. Δυστυχώς, εδώ και χρόνια η κατάσταση του ελληνικού συστήματος υγείας είναι η ίδια κι απαράλλαχτη. Είναι λες κι ο χρόνος μέσα στις δομές παροχών υπηρεσιών υγείας έχει σταματήσει κάπου πολύ πίσω στα χρόνια κι αυτό είναι ολοφάνερο συγκρίνοντας τις ελληνικές υποδομές υγείας με τις αντίστοιχες των υπόλοιπων χωρών της ευρωπαϊκής ένωσης.
Τα συστήματα υγείας καταρρέουν κι αιμορραγούν από κάθε άποψη, κανένας αρμόδιος δε δείχνει να ενδιαφέρεται να προτείνει και να εφαρμόσει ουσιαστικές αλλαγές κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχουν βασικά συστατικά στην περίθαλψη, ξεκινώντας από το πρώτο και πιο σημαντικό, που είναι η πρόληψη κι ενημέρωση των πολιτών. Τρανό παράδειγμα αυτού και της πλήρους αποδιοργάνωσης ήταν οι καθημερινές ειδήσεις για την ενημέρωση των πολιτών εν μέσω πανδημίας όπου οι πληροφορίες ήταν αντικρουόμενες κάθε λεπτό, πολλές φορές μη κλινικά κι επιστημονικά διασταυρωμένες και προερχόμενες από αμφιβόλου ποιότητας πηγών. Αποτέλεσμα όλων αυτών, φυσικά, ήταν ο διχασμός των πολιτών, ο φόβος για την ασθένεια, για το εμβόλιο κι η δυσπιστία προς τους ειδικούς.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε, τις τεράστιες ελλείψεις εξοπλισμού και προσωπικού, όπου ένας νοσηλευτής ή, στις καλύτερες περιπτώσεις, δύο νοσηλευτές είναι υπεύθυνοι για τους ασθενείς μιας ολόκληρης κλινικής, οι οποίοι μπορεί να ανέρχονται και σε πάνω από 30. Πώς μπορούν λοιπόν 1 ή 2 άτομα να επιβλέψουν και να περιθάλψουν τόσα άτομα, να δώσουν όλα τα φάρμακα στην ώρα τους και να είναι εκεί για ό,τι άλλο χρειάζονται οι ασθενείς τους; Πώς μπορεί ένας γιατρός στα επείγοντα ενός κεντρικού νοσοκομείου να εξετάσει όλους τους ασθενείς που θα βρίσκονται εκεί και θα χρειάζονται άμεση φροντίδα; Πώς μπορούν οι γιατροί κι οι νοσηλευτές να προσφέρουν περίθαλψη στους συμπολίτες τους χωρίς βασικά υλικά όπως φάρμακα, γάντια, γάζες, σύριγγες, κρεβάτια κι όλα αυτά μέσα σε κτίρια υπό κατάρρευση, με νερά να τρέχουν από τα ταβάνια, χωρίς κλιματισμό τα καλοκαίρια και πολλές φορές χωρίς θέρμανση τον χειμώνα. Όλα αυτά ίσως ακούγονται υπερβολικά στ’ αυτιά και τα μάτια κάποιων, αλλά η αλήθεια είναι πολύ πιο σκληρή από αυτή που κάποιοι έχουν πλάσει στο μυαλό τους, για να μη βρεθούν αντιμέτωποι με μια πραγματικότητα που δε νοείται να υπάρχει σε μια ευρωπαϊκή χώρα το 2023.
Τα προβλήματα όμως δε σταματούν εκεί. Οι μη αστικές περιοχές πάσχουν από σχεδόν παντελή έλλειψη υγειονομικής περίθαλψης κι αυτό είναι απόρροια της έλλειψης προσωπικού αλλά και της έλλειψης δομών κι εξοπλισμού, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι αυτών να ζούνε εκεί με καθημερινή συνειδητή σκέψη κι απόφαση ότι αν η ζωή τους βρεθεί σε κίνδυνο, το πιο πιθανό είναι να μην μπορεί να βρεθεί κανείς να τους βοηθήσει. Αλλά ακόμη και για εκείνους που ζουν στα αστικά κέντρα, η παροχή υπηρεσιών υγείας δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς ο χρόνος αναμονής στις αίθουσες επειγόντων είναι τεράστιος κι η περίθαλψη είναι, επιεικώς, μη ικανοποιητική. Συνεπώς, οι πολίτες θα πρέπει είτε να προβούν σε μεθόδους δωροδοκίας ιατρών και νοσηλευτών για γρηγορότερη και καλύτερη εξυπηρέτηση ή θα πρέπει να απευθυνθούν στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος εκτός από το ότι θα παρέχει τις υπηρεσίες του με το αζημίωτο, ο ασθενής θα πρέπει να δώσει και τ’ ανάλογα φακελάκια στο θεράποντα ιατρό και την υπόλοιπη συμμορία του, για να είναι σίγουρος πως θα του παράσχουν την καλύτερης ποιότητας φροντίδα.
Συμπερασματικά, το ελληνικό σύστημα υγείας είναι τελείως ανεπαρκές για να καλύψει τις ανάγκες των πολιτών κι η υγειονομική κάλυψη των πολιτών είναι πολύ ακριβή υπόθεση. Ουσιαστικά βασιζόμαστε στην καλή θέληση του προσωπικού υγείας και στην ελπίδα να μην καταρρεύσουν από υπερκόπωση και νεύρα. Την Κυριακή πέθανε ένας πολίτης, μια γυναίκα, στην καρότσα ενός φορτηγού στην Κω, αλλά αύριο δε θα έχει αλλάξει τίποτα κι ένας επόμενος θ’ ακολουθήσει καθώς η αδιαφορία κι αναλγησία από το μέρος της πολιτείας είναι αδιαμφισβήτητη. Τι άλλο χρειάζεται λοιπόν να γίνει για ν’ αλλάξει κάτι; Πόσο ακόμη πρέπει να περιμένουμε και πόσα ακόμη να υπομείνουμε μέχρι να έχουμε όλοι ίδια δικαιώματα στην υγειονομική περίθαλψη;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου